Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008

Παύλος Ευδοκίμωφ – Η πάλη με τον Θεό.

Image Hosted by ImageShack.us




Η βαθειά απαισιοδοξία του Freud ή του Heidegger διαμορφώνεται εντελώς φυσικά, όταν σκέπτεται κανείς την ζωή σε σχέση με το τέλος της. Το να αναγνωρίσει κανείς και να δεχθεί αυτό το τέλος είναι ήδη μια φιλοσοφική στάση βαθειά και αληθινή, διότι «κανείς δεν ομιλεί για την ζωή τόσο καλά όσο ο θάνατος», σημειώνει ο Julien Green. Πράγματι, μια ατέλειωτη διάρκεια μέσα στις συνθήκες της επίγειας ζωής, ο χρόνος κομμένος απλούστατα από το τέλος του, θα στερούσε την ύπαρξη από το νοημά της. Η Simone de Beauvoir στο έργο της, «Ολοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» (Tous les hommes sont mortels) συναντά τον Berdiaev και εκφράζει μια σωστή διαίσθηση: η ατέλειωτη διάρκεια της βιολογικής υπάρξεως θα κορυφωνόταν σε μια ατέλειωτη ανί­α. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η φρίκη για την κόλαση προέρχεται ακριβώς από μια τέτοια ανία, πού μπορεί να διαιωνισθεί. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, η ζωή χωρίς τέλος με τις γήϊνες συνθήκες δεν μπορεί να είναι, παρά ένας δαιμονικός εφιάλτης, η αγάπη δε του Θεού προς την δημι­ουργία του εμποδίζει αυτή την διαιώνιση αυτής της κατα­στάσεως ζωής, πού δεν θα ήταν παρά ο έπικρεμάμενος θά­νατος.

Το νόημα της Ιστορίας, η ίδια η ύπαρξή της, είναι σε άμεση σχέση με το τέλος της, με τον ισολογισμό της, με την υπερβατικότητά της προς το «εντελώς άλλο», υπερβατικότητα περισσότερο αναπόφευκτη από τον ίδιο τον θάνατο. «Έσχατος εχθρός καταργείται o θάνατος», διακηρύσσει αποφασιστικά ο Απόστολος Παύλος(1). Το υπέρτατο κακό αποδεικνύεται ότι κυοφορεί την υπέρτατη λύση της ανθρώ­πινης μοίρας. Ο θάνατος προκαλεί την πολύ νόμιμη αγω­νία, σταματά την συνήθη βεβήλωση με την λήθη και το­ποθετεί αμέσως σ’ εκείνο το επίπεδο βάθους, το όποιον εντυ­πωσιάζει ο όλες τις περιπτώσεις με το μεγαλείο του μυστη­ρίου του. Ο άγιος Αυγουστίνος, στην αρχή της ζωής του, θρηνεί την αναχώρηση του φίλου του και ομολογεί: «Έγινε ένα μεγάλο ερώτημα για μένα τον ίδιο, και ερωτούσα την ψυχή μου» (2) .

Η αξία του ανθρώπου μετρείται με την στάση του προς τον θάνατο. Ο Πλάτωνας δίδασκε την φιλοσοφία σαν την τέχνη του «καλώς άποθανείν». Αλλά η φιλοσοφία δεν γνω­ρίζει νίκη πάνω στον θάνατο, μπορεί να την απαίτησει, δεν μπορεί να μας μάθει, πώς μπορούμε να πεθάνουμε «εν τη Αναστάσει». Βεβαιώνει μόνον, και σ' αυτό έγκειται όλο το μεγα­λείο της, ότι ο χρόνος δεν μπορεί να περικλείσει την αιωνιότητα, ότι χωρίς το τέλος του είναι περισσότερο άνευ νοή­ματος από τον θάνατο, ότι αυτός ο κόσμος, πού σκοτώνει τον Δίκαιο Σωκράτη, δεν είναι ο αληθινός κόσμος. Πολύ περισσότερο, τα εγκλήματα του μαρτυρούν για την ύπαρξη ενός αλλού κόσμου, οπού βασιλεύει ή δικαιοσύνη και όπου ο Σωκράτης ζεί αιωνίως νέος και ωραίος. Για τον Ιουστίνο, η μοίρα του Σωκράτους προεικονίζει την τύχη του Χριστού, ο οποίος πεθαίνει και ανίσταται, και «εν τω οποίω» ο Σω­κράτης ξαναγεννιέται για την αιωνιότητα.

Ο θάνατος δεν είναι μια στιγμή, συνυπάρχει και συντρο­φεύει τον άνθρωπο καθ' όλη την πορεία της ζωής του. Εί­ναι παρών σε όλα τα πράγματα, είναι το προφανές όριό τους. Ο χρόνος και ο χώρος, οι στιγμές πού χάνονται και οι απο­στάσεις πού χωρίζουν, είναι τόσες τομές, τόσοι τμηματικοί θάνατοι. Κάθε αποχαιρετισμός, λήθη, αλλαγή, το γεγονός ότι τίποτε δεν μπορεί να ξαναγίνει ακριβώς το ίδιο, μεταφρά­ζουν την πνοή τού θανάτου μέσα στην καρδιά της ζωής και μας αιωρούν μέσα στην οδύνη. Κάθε αναχώρηση ενός αγα­πημένου προσώπου, το τέλος κάθε πάθους, τα ίχνη του χρό­νου πάνω σ' έvα πρόσωπο, το τελευταίο βλέμμα πάνω σε μια πόλη ή σ' ένα τοπίο, πού δεν θα ξαναδούμε πια ποτέ, ή α­πλούστατα ένα μαραμένο λουλούδι προκαλούν μια βαθειά μελαγχολία, μια προκαταβολικά άμεση εμπειρία του θανά­του.

Η φύση δεν γνωρίζει προσωπική αθανασία, δεν γνω­ρίζει παρά την επιβίωση του είδους. Οι «άθεοι» δεν μπορούν να οραματίζονται παρά επιβίωση μέσα στα έργα τους ή μέσα στην ανάμνηση των μελλοντικών γενεών είναι μια μελαγ­χολική αθανασία λεξικού, το πολύ - πολύ.

Η βιαιότητα του θανάτου δεν μπορεί να εξουδετερωθεί παρά με την αρνησή του. Γι' αυτό στο κέντρο της ζωής ορθώνεται ο Σταυρός η δε Ζωή δέχεται ελεύθερα να περάσει από τον θάνατο, για να τον ανατίναξει και να τον εκμηδένισει : «θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει η Εκ­κλησία την νύχτα του Πάσχα. Ο Ωριγένης αναφέρει μια παράδοση, κατά την οποία το σώμα του Αδάμ είχε ταφεί εκεί όπου ο Χριστός σταυρώθηκε. Μια άλλη παράδοση λέγει ότι το ξύλο τού Σταυρού έχει την προέλευσή του από το δένδρο της Εδέμ. Έτσι ο Σταυρός του Χριστού έγινε το Δένδρο της ζωής. Η Βίβλος αγνοεί την φυσική αθανασία και αποκαλύπτει την Ανάσταση πού έρχεται από το υπερπέραν: από τον θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Έτσι μόνον ο Χριστιανισμός δέχεται την τραγικότητα του θανάτου, τον κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί o Θεός περνά απ' αυτό τον δρόμο και όλοι τον ακολουθούν.

1. Α' Κορ. 15, 26.
2. 'Εξομολογήσεις, σ. 69.


Παύλου Ευδοκίμωφ
«Η Πάλη με τον Θεό»
Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, 1991.
Σελ. 238-240.

5 σχόλια:

  1. Absolutely nothing is complimentary nowadays, but insure that you Buy facebook reviews only from reliable sources for good acceptance on the net. buy facebook 5 star rating

    ΑπάντησηΔιαγραφή