«Κάθε μορφωμένος Ιάπωνας γνώριζει την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα λυρικά ποιήματα της Σαπφούς και του Αλκαίου. Αυτά τα επικά ποιήματα είναι τόσο κλασικά όσο και ο Παρθενώνας. Τα ιαπωνικά Χαϊκού είναι σαν τις ξύλινες παγόδες: παρ’ όλο πού είναι μικρά σε μήκος έχουν μεγάλη δύναμη μέσα τους». Σονόο Ουτσίντα
(5)
Η δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ιαπωνικού αυτού ποιητικού είδους οριοθετεί την απαίτηση του πνεύματος για αποτύπωση μιας πολύτροπα ωραίας στιγμής και τη διάσωση της, οπότε το άπαξ γεγονός προάγεται σ' ένα διαρκές γινόμενο. Εκείνο πού πρέπει να προσεχθεί πολύ εδώ είναι, ότι για να διασωθούν τα περικλειόμενα στο τρίστιχο, χρειάζεται να φέρουν αφ’ εαυτών τις δυναμικές γι’ αυτό. Διατηρώ την πεποίθηση, ότι το τρίστιχο πού καταλήγει σαν απλή χρονογραφική καταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής έστω εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση, τελικά δεν έχει καί πολλά σημαντικά να προσφέρει, αν δεν φέρει αφ' εαυτού τα στοιχεία της διάσωσης του. Στή συναλληλία της ουσιαστικής καί ρηματικής εκδοχής του κρύβεται, πιστεύω, το μυστικό καί το μυστήριο ταυτόχρονα της λειτουργικότητας του. Εννοώ, ότι το εν χρήσει κεντρικό ρήμα σ' αυτό ειδικά το τρίστιχο, είναι αναγκαίο να μεταγγίζει κατά τρόπο καίριο καί αμετάκλητο τη γονική ουσία του στα ουσιαστικά ονόματα της περίστασης, προσδίδοντας τους έτσι όλα εκείνα τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ποιητικής επιβίωσης του υποκειμένου ή του αντικειμένου πολύ μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης. Κι αν ακόμη κάποτε το ρήμα δεν καταγράφεται αλλά υπονοείται από τα συμφραζόμενα, διατηρεί και τότε την καταλυτική του ιδιότητα, ύποφώσκουσα εδώ και ίσως έτσι περισσότερο δηλωτική των πραγμάτων.
Στό ποθούμενο (την κατά τρόπο βραχύ και απόλυτο δηλαδή εκφορά της στιγμής) συμβάλλει αποφασιστικά η δεκαεπτασύλλαβη αυστηρότητα της φόρμας του Χαϊκού. Κι αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη συλλογιστική μας πάνω στο αν και κατά πόσο θα ήταν εφικτό να υπάρξει ελληνική εκδοχή του Χαϊκού, παραπέμπουμε αναλογικά, πλην ανεπιφύλακτα, στα λογοπλεκτικά έπιτεύγματα των αρχαίων Έλλήνων Λυρικών και μάλιστα της τέχνης του επιγράμματος, όπου ο αύτοπεριορισμός του δημιουργού στην πειθαρχία της φόρμας και η υπακοή του στους κανόνες της αφαίρεσης καρποφόρησαν με τέτοια έξαρση, ώστε δικαιολογούμαστε να μιλάμε, όχι απλά για λογοτεχνήματα, αλλά για γλυπτική του λόγου. Άρα, ο σύγχρονος έλληνας ποιητής, κοινωνός των πολιτιστικών ρευμάτων του κόσμου, αλλά και φορτωμένος ανά πάσα στιγμή, σα νεώτερος Άτλας, με το φορτίο-κληρονομιά της αρχαϊκής του Ποιητικής, αργότερα μάλιστα έπωμιζόμενος την ύμνοποιητική της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, γνωρίζει καλά τις εντολές της πειθαρχίας στους κάθε λογής κανόνες της Τέχνης, με στόχο πάντοτε τη διαυγέστερη μόρφωση του Λόγου και την αξιοποίηση των μυχιέστερων πτυχών του. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει και η ακόλουθη πρόταση: Εκεί πού χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφοροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού είναι, ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα σαν ένα είδος γνωμικού ή και σαν φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει, ότι, μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυσιοκρατικό στιγμιότυπο, πού απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί, ότι η εν γένει φιλοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους
(6), θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα
(7).
Εμπιστευόμενοι πάντως εμείς οι Έλληνες τους ευθύτατους δρόμους της προ- και μετα-χριστιανικής Παράδοσης μας και μπολιάζοντας με τη δική μας Παιδεία την ιδιάζουσα τεχνική του είδους αυτού, προτείνουμε να προχωρήσουμε βαθύτερα, ώστε ν' αναζητηθεί το «φυσικό καλό» (Naturschonheit) πίσω από τις πρισματικές μεταλλάξεις του «φυσικού φωτός» των Σχολαστικών, κάτι πού ενδεχομένως θα επηρεάσει εξελικτικά και την αποκαλούμενη «φυσική θεολογία» (Physikotheologie, κατά τον Derham). Με άλλα λόγια, ο Ποιητής, αιχμαλωτίζοντας μέσα στο δεκαεπτασύλλαβό του τις κινήσεις, αποχρώσεις, τροπές και ανατροπές, τους ήχους, τα ενεστώτα και τα μέλλοντα, τα ύπο- και αντι-κείμενα του περιβάλλοντος κόσμου, συμβάλλει καθοριστικά στο ν’ αναφανεί εξ αποκαλύψεως σχεδόν το φως της θεϊκής καταγωγής καί του προορισμοί) τους, ένα μυστικό φως, πού συνήθως δεν προσλαμβάνεται άμεσα με την πεπερασμένη μας όραση. Μεσ' από μια τέτοια διαδικασία χειραγωγείται και η τυχόν θεολογούσα διάνοια, ώστε, προσεγγίζοντας π.χ. τη στωική σκέψη του Χρυσίππου, να βεβαιωθεί περί του θείου είναι από τη σκοπιμότητα της ύπαρξης των φυσικών όντων.
«Το Χαϊκού», επισημαίνει ο πρέσβυς Uchida, εξελίχθηκε σε ένα ποίημα πού εκφράζει βαθιά συναισθήματα από τον φυσικό κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας και τον άνθρωπο. Αυτό είναι επακόλουθο της πατροπαράδοτης ιαπωνικής ιδέας ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης όπως τα ζώα και τα φυτά και ότι πρέπει να ζει σε αρμονία με αυτά. Η ιδέα αυτή διαφέρει από την δυτική νοοτροπία κατά την οποία ο άνθρωπος θεωρείται ως ανεξάρτητος από την φύση και, ίσως, ανώτερος απ' αυτήν
(8). Ο Ανθρωπος, μέσα στο τρίστιχο πού εμείς εισηγούμαστε κατέχει ρόλο διαφοροποιημένο: Δεν κρατά θέση απλού παρατηρητή ή ενός καλορυθμισμένου εξαρτήματος μιας κάποιας φυσικής μηχανής. Συμπλέοντας κατ' αρχήν με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δεν μπορούμε παρά να τον αντιμετωπίσουμε σαν «μικρόκοσμο», με την έννοια, όχι μονάχα της περίληψης του σύμπαντος στον εαυτό του, αλλά και σαν κατόχου της δυνατότητας να γνωρίσει καί να προσλάβει τα του κόσμου. Σημαίνουσα και χρησιμότατη όμως είναι και η θεώρηση, πού συν τω χρόνω διαμορφώθηκε από την Χριστιανική Ανθρωπολογία, εκφρασμένη σε πλείστα όσα σημεία της Ελληνικής Πατρολογίας και της εν γένει Ιεράς Παραδόσεως, μια προωθημένη όντως θεώρηση, η οποία μπορεί να δράσει σαν καταλύτης μέσα στο ελληνικό τρίστιχο, προσδίδοντας του έτσι μιαν ιδιαιτερότητα έκτακτη. Σύμφωνα με αυτήν, ό θεωρημένος παλαιότερα ως «μικρόκοσμος» άνθρωπος προάγεται τώρα σε «κόσμον δεύτερον έν μικρώ μέγαν» (ΆγιοςΓρηγόριος ο Θεολόγος) και τούτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τov Αγιορείτη, «δια το πλήθος των δυνάμεων ας περιέχει, και μάλιστα της λογικής και νοεράς και θελητικής, τας οποίας ο αισθητός και μέγας ούτος κόσμος ουκ έχει εντός δε του μικρού κόσμου, δια την αίσθησιν μόνον ήν αυτός περιέχει...»
(9).
Διατηρούμε την πεποίθηση, ότι αν στο περί ου ο λόγος δεκαεπτασύλλαβο
μεταχειριστούμε αυτές τις ρωμαίϊκες δομικές σταθερές, θα το έχουμε στα σίγουρα προσαρμόσει στα έλληνικά (με όλες τις έννοιες) μέτρα, αξιοποιώντας διαχρονικά και καρποφόρα τον αστείρευτο πλούτο της Παράδοσης μας. Ανακεφαλαιώνοντας την μέχρι τώρα συλλογιστική μας, έχουμε ισχυρισθεί, ότι:
α) Το ιαπωνικό Χαϊκού δεν είναι και τόσο ξένο τελικά πρός την ελληνική ποιητική αυτοσυνειδησία και γι'αυτό ακριβώς στις μέρες μας και στον τόπο μας γνωρίζει απροσδόκητη άνθιση. Αυτό άκριβώς το γεγονός δείχθηκε άλλωστε καθαρά με τον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού, τον οποίον πραγματοποίησε, αρχές του 1993, για πρώτη φορά στη χώρα μας, η Πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Ελλάδα
(10). Τα υποβληθέντα έργα των υπέρ των εξήντα συμμετασχόντων Ελλήνων ποιητών κρίθηκαν στο Τόκιο, όπου συγκεντρώνονται τα Χαϊκού απ' ολόκληρο τον κόσμο. Στις 29 Μάιου 1993, ο πρέσβυς Σονόο Ούτσίντα, Πρόεδρος του «Haiku International Association» και μέλος της εξεταστικής Επιτροπής του Διαγωνισμού, σε διάλεξη του κατά την απονομή των Βραβείων στο Κολλέγιο Αθηνών, υπογράμμισε το φαινόμενο καί τη σημασία της άνοιξης του ποιητικού αυτού είδους στην Ελλάδα.
Αξίζει να καταγραφούν εδώ τα πέντε βραβευθέντα Χαϊκού
(11), τα οποία όμως εναρμονίζουν τη δόμηση τους με την ιαπωνική απαίτηση για το είδος (σκηνή από τη φύση, απεικόνιση μιας εποχής του χρόνου) και όχι με αυτήν πού προτείνει το παρόν μελέτημα:
Ρούμπη ΘεοφανοπούλουΠράσινα πεύκα
γεύση μαύρων αχινών
αλμυρό ρίγος.
Ευγενία Δημητρακάκη ΣιάμαΣειρά οι λεύκες
τρεμοπαίζουν τα φύλλα
μέσα στο βοριά.
Παναγιώτης Καποδίστριας
Ξάφνου το φίδι
ν' άποδερματώνεται
το φιλδισένιο.
Σοφία Καριπίδου
Νιφάδες χιονιού
στη χούφτα μικρού παιδιού
λιώνουν απαλά.
Γεώργιος ΒλάχοςΚίτρινα φύλλα
κοίτα στο πρωτοβρόχι
πώς λαμποκοπούν.
β) Ή ατμόσφαιρα ενός άψογα δομημένου ελληνικού Χαϊκού κρατά την ίδια μυστηριακή εύωδία κι έκσταση με κείνη των αρχαϊκών μαντικών ρημάτων, των παλαιοδιαθηκικών προφητειών και του μετα-πραγματικού λόγου του Ιωάννου του εν Πάτμω. Χρειάζεται να διευκρινισθεί όμως εδώ, ότι η εκτίμηση μας αυτή δεν κρύβει καμμιά υπόνοια συγγένειας με τον κατά καιρούς διαπιστούμενο σε πλείστες όσες εκφάνσεις του πνευματικού μας βίου θρησκευτικό και θρησκειολογικό συγκρητισμό, ο οποίος εντέλει περιπλέκει το νου και βλάπτει ούτως ή άλλως την ποιότητα του παραγόμενου πολιτιστικού αγαθού. Απλώς εννοούμε, ότι στην Ποίηση, όταν αυτή λειτουργεί και λειτουργείται, είναι οπωσδήποτε εφικτή η διάσωση του πρωτογενούς συναισθήματος (πού επιδιώκεται πάντως μέσω του Χαϊκού) ή έστω της ατμόσφαιρας του και η δια των αιώνων μεταστασή του στα λογοτεχνικά δρώμενα του σήμερα.
5. (Σονόο) Uchidα, Ή Ιαπωνική ποίηση Χάϊκού, Δελτίο Πληροφοριών Πρεσβείας Ιαπωνίας, αριθμ. 6/1993, σ. 5.
6. «(...) Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και αμίμητα στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης, είναι ότι ή δουλειά του καλλιτέχνη φαίνεται πάντα σαν ασυμπλήρωτη: ο πίνακας δεν έχει ορισμένες λεπτομέρειες και στον κήπο λείπει το τελικό άγγιγμα. Η βαθύτερη σημασία αυτού του γεγονότος είναι ότι, σύμφωνα με τη βουδιστική θρησκεία, κάθε πιστός, με τον έσωτερικό του φωτισμό, είναι ικανός να συμπληρώσει μόνος του την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τίς δικές του αρετές (...)» (Νίκου Α. Κανταρτζή - Γιάννη Α. Τσαλικίδη, Αρχιτεκτονική Τοπίου και Περιβάλλον, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 63-71).
7. Πρβλ. Δημήτρη Σταθόπουλου, Η Ποίηση του Ζέν, Πρακτικά του Α' Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης. Έκδ. Γνώση, (Αθήνα 1983), τ. 2, σ. 28 εξ. «[...] Οι λέξεις είναι μετρημένες, οι εκφράσεις σύντομες, ό ποιητής ταυτίζεται με το ποίημα του, ο δημιουργός και τα δημιουργήματα γίνονται ένα. Και οι λέξεις κού χρησιμοποιεί είναι μια αποκρυπτογράφηση, αποκάλυψη της ψυχής του. Όπωσδήποτε ή ΛΕΞΗ κρύβει μιαν ιερότητα καί γι ' αυτό ο ποιητής τη μεταφέρει στο χρόνο με δέος- είναι σαν να μεταφέρει πολύτιμο, ακριβό, εύφλεκτο υλικό. Οι λέξεις δεν είναι αντικείμενα αλλά ουσίες της ψυχής. Ένα παλιό γιαπωνέζικο βιβλίο, το Nippon Shoki, λέει πώς στα μυθικά χρόνια ένας θεός κυβερνούσε στο βασίλειο των λέξεων. Κάθε λέξη ήταν και μια ψυχή. Μέσα στο Βουδδισμό έζησε μέχρι σήμερα η ιδέα αυτή του Koro-Dama, της λέξης-ψυχής. Έτσι η ποίηση γίνεται ψυχική γλώσσα και το ποίημα μιλάει για τη βαθιά σχέση του ποιητή με το απόλυτο. Το ποίημα φαίνεται, στο Ζέν ατέλειωτο, ημιτελές, και δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Είπα πώς η ποίηση στο Ζέν φαίνεται ημιτελής, αλλά μην ξεχνάμε πώς η αληθινή δημιουργία είναι πιό μεγάλη από το τέλειο! Ο στίχος εδώ είναι σαν αστραπή στη νύχτα, και το βίωμα του ποιητή έρχεται από την βαθιά σχέση του με τη φύση (φύση - ψυχή). Και μας είναι γνωστό ότι όταν ζητάς το απόλυτο (αλήθεια, ελευθερία, ειρήνη), συναντάς το τραγικό. Η σχετική πραγματικότητα συγκρούεται με το απόλυτο (ελευθερία, ειρήνη, αλήθεια)».
8. (Σονόο) Uchida. ο.π., σ. 6.
9. Νικόδημου του Αγιορείτου. Συμβουλευτικόν Έγχειρίδιον. Εκδ. Άγ. Νικόδημος, Αθήναι, σ. 20 εξ.
10. Για τον συγκεκριμένο Διαγωνισμό, βλ. Γιάννη Γούτη, Πες το με χαΐκού, Εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 7.3.1993, σ. 8 (ένθετο).
11. Αναλυτικότερα βλ. (Σονόο) Uchida, ο.π., σ. 9 έξ. όπου καί το σκεπτικό της βράβευσης.
Ετικέτες π. Παναγιώτης Καποδίστριας