Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2008

Κωστής Μοσκώφ – Ρήσεις.

Image Hosted by ImageShack.us




«Τα όνειρα με συνοδεύουν σε κάθε μου δραστηριότητα. Όνειρα σημαίνει όλα ή τίποτα. Μέσα στον κύκλο της πραγματικότητας δε συνέβησαν μεν όλα, ωστόσο έγιναν αρκετά. Με πολύ κόπο, είναι αλήθεια, αλλά έτσι είναι η ζωή. Πάντως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν κόπιασα τόσο να πείσω τους πολιτικούς να κάνουμε πράξη όσα σχεδίαζα. Παρά το ότι προέρχομαι από την Αριστερά, τα πάω καλά με τους πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Εχ­θρός μου και παραγωγός του ιδιαίτερου κόπου που χρειάσθηκε να καταβάλω, είναι η ανθρώπινη βλακεία, όλων των χρωμάτων και των αποχρώσεων.»

«Κερδίζω προσωπικά από την επαφή με τους άραβες, οι οποίοι έχουν μεγά­λο πολιτισμό. Μέσα από αυτή την ανταλλαγή βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι σε βιώματα, αισθήσεις, ιδέες.»

«Αυτό που επιδιώκω μέσα από την ισότιμη αντιμετώπιση των δυο πολιτι­σμών, είναι να γνωστοποιήσω στον αραβικό κόσμο την ουσία του ελληνικού πολιτισμού. Αυτή η ουσία είναι, κατά τη γνώμη μου, η άρνηση των δομών του κόσμου όπως τις παραλαμβάνουμε αλλά δε σταματάμε να πολεμάμε για να τις αλλάξουμε. Μέσα στην ιστορία είμαστε ένας πολεμιστής λαός, ένας επαναστάτης λαός κατά των απρόσωπων και άδικων δομών της οικουμέ­νης. Και όταν αποτυχαίνουμε - αφού δεν είναι γραφτό πάντα να πετυχαί­νουμε - εμείς μπορούμε αυτή την αποτυχία να τη μετατρέπουμε σε ένα τερά­στιου μεγέθους ολικό γεγονός. Την τραγωδία, που επικαθορίζεται από την κάθαρση... Δηλαδή, τη νίκη του ανθρώπου.»

«Και στον χριστιανικό κόσμο υπάρχουν φονταμενταλιστές, στον χριστιανι­κό κόσμο υπάρχουν και φασίστες. Υπάρχουν αυτοί που επιβάλλανε την αποικιοκρατία. Παντού υπάρχουν υπερβολές. Παντού υπάρχουν φανατι­κοί, αλλά κατά κανένα τρόπο το Ισλάμ δεν είναι φανατικό αφού βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον ελληνιστικό πολιτισμό. Στο Μεσαίωνα, περισσότε­ρο προστάτευε το Ισλάμ τους εβραίους και τους χριστιανούς παρά οι χρι­στιανοί που καίγανε στην πυρά κάθε άλλη άποψη, ακόμη και χριστιανική εκτός γραμμής. Δεν μπορούμε να ταυτίζουμε μια φανατική εκφορά ενός χώ­ρου με τον Χώρο...»

«Η ταυτότητα του έρωτα και της αγάπης - της μανικής αγάπης που καίει τον άνθρωπο - είναι κατά τη θεολογική εκφορά το κέντρο της ζωής. Αυτός ο έρωτας υπάρχει στον καθένα και δεν πρέπει απλώς να τον αποκαλύψου­με, αλλά να τον χρησιμοποιήσουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο. Η ανθρώ­πινη θέληση γίνεται υλική δύναμη, όταν γίνεται κτήμα της μάζας. Το κίνημα των πρώτων χριστιανών δεν ήταν κίνημα αγάπης για τον Άλλο; Οι κομμου­νιστές στην καλύτερη τους εκφορά, όχι οι πτωχευμένοι την πτώση των οποίων είδαμε..., όλοι αυτοί δε δίνανε τη ζωή τους για τον άλλο άνθρωπο; Τον έρωτα αυτόν πρέπει να τον κάνουμε πιο απτό, να τον κάνουμε και πάλι - όπως είχε υπάρξει - μια δύναμη κίνησης της κοινωνίας.»

«Η πρώτη ανάγκη παγκοσμίως αυτή τη στιγμή είναι να ανατραπεί η υπερεκμεταλλευτική σχέση βορρά-νότου. Διαφορετικά, θα γεννηθεί ένας κίνδυνος μεγαλύτερος και από τον πυρηνικό. Η απελπισία που γεννάται από την εξα­θλίωση των μαζών στον τρίτο κόσμο και που θα φανεί σε πρώτη φάση μέσα από την τρομοκρατία, ακόμη και μέσα στις χώρες του πρώτου κόσμου. Πρέ­πει να θεωρηθεί ως ανάγκη επιβίωσης για τον πρώτο κόσμο η βοήθεια - όχι φιλανθρωπικά - προς τις χώρες αυτές.»

«Στα 2050 εγκαταστάσθηκαν κυβερνήσεις συνεργασίας των φυλών και των πολιτικών τάσεων. Η δημοκρατία ήταν τώρα πολυεθνική. Αργόσυρτα οικο­δομήθηκε πάνω στη μικροαστική συνείδηση των μαζών η ιδεολογία του Έρωτα - μιας καινούργιας επανάστασης. Ως Σάρκα Έρωτα εκτείνεται η Παγκόσμια Επανάσταση. Εξεγείρεται η Οικουμένη. Τούρκοι και Κούρδοι σταματούν τον αλληλοσπαραγμό. σχίζοντας την ημισέληνο, υψώνουν άλικη παντού την κόκκινη σημαία. Εκατό χρόνια μετά την κατάρρευση του υπαρ­κτού. Αυτού που οι απανταχού ανέραστοι είχαν υποσκάψει... Οι λαοί θε­σμοθετούν χιλιόχρονα όνειρα. Έκτοτε τα κοινοβούλια νομοθετούν τον έρω­τα και τη δικαιοσύνη. Το Δίκαιο παντρεύεται τον έρωτα. Ο Χριστός προχω­ρά πάνω στη Γη υψώνοντας παντού την κόκκινη σημαία. Όσοι δεν ξέρουν ν' αγαπούν κλείνονται σε ιδρύματα. Εκείνοι που επιμένουν στέλνονται κο­σμοναύτες στον γαλαξία. Ο έρωτας τώρα ολικός καταργεί τον θάνατο...»

[Κάϊρο, Ιαν. 1998]

Οδός Πανός
Οκτώβριος Δεκέμβριος 2002
σελ. 62-64




Πάνος Θεοδωρίδης

«1972 ή '73. Με το πρώτο του βιβλίο φρέσκο στα βιβλιοπωλεία, εμφανίστη­κε στο σπίτι μου, τότε Κριεζώτου 4, ωραίος, ευγενής, αβρός και ήπιος. Μιλήσαμε κατ' ιδίαν ή σε παρέα πάνω στα ζητήματα που τότε εκάλυπταν την απόγνωση της νεότητας. Ήμουν επηρμένος και ανόητος, ήταν ταπεινόφρων και στοχαστικός. Αισθανόμουνα ότι με επηρέαζε ευεργετικά, πράγμα που αυτομάτως με εξόργισε.

Ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του. Μιλούσε απεναντίας πολύ για τα πράγματα της κοινωνίας, δίνοντας συχνότατα έναν επιγραμματικό χαρακτήρα στο κλείσιμο της φράσης του. Διατηρήσαμε στην πρώτη πενταε­τία μια αραιή πλην εγκάρδια σχέση. Είχαμε κοινούς γνωστούς και μερικά κοινά στέκια.

Δυο φορές μου φέρθηκε μεγαλόψυχα, μνημονεύοντας με τιμητικά μετα­ξύ των ποιητών που τον ενδιέφεραν, και δυο φορές ατάκα τον λοιδόρησα δημοσίως, με γραπτά που μένουν και μ' ενοχλούν ακόμη και σήμερα. Δεν έδωσα δημοσίως συνέχεια. Μερικές φορές με κοίταζε πληγωμένος εν μέσω αστεϊσμών και κουλτούρας, αλλά ήταν πολύ ευγενής για να με προσβάλει-ήξερε ότι ήμουν βάρβαρος και με βαρβάρους μπορείς μόνον να περιμένεις.

Από τους σεισμούς κι έως την φυγή του προς την Αίγυπτο, βρεθήκαμε αρ­κετές φορές στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, στη Σοφούλη, ακόμη κι όταν ζού­σε εκεί ο Γιώργος Σαββίδης, είτε στο λοφώδες κτήμα του στον Πλαταμώνα. Συχνά εκεί ο σοφός Μαρωνίτης, η γενναία Τζίνα Πολίτη, πάντοτε η γοητευτι­κή Πόπη, παιδιά, ήρεμες συνήθειες βρώσης και πόσης, σπινθηροβόλες συζητή­σεις, πολλά γέλια, κάποτε σαρδώνεια. Στα ενδιάμεσα, συνέχιζα να εκνευρίζο­μαι δημοσίως με τα νεορθόδοξα και τα αγαπητικά του (αφιερώνοντας του πά­ντως ένα μιούζικαλ που έγραψα το 1985), αλλά όταν ξέσπασε το μακεδόνικο, παρότι δεν συμφωνούσε με την Χάρτα μου, απομονωθήκαμε τρεις τέσσερις φορές σε φουαγιέ επαρχιακών συνεδρίων και μου ζήτησε (με διάθεση να κατα­νοήσει) στοιχεία τεκμηριωτικά, ιστορικά και ιδίως του μεσοπολέμου. Στο βλέμμα του δεν υπήρχε η αθηναϊκή απαξιωτική απαρέσκεια. Ήταν ένας πεδι­νός, που η εικοσαετής σχέση του με ένα καμποτίνο, του έδινε θυμοσοφία.

Δεν γνώρισα πιο σκληρόν και πειθαρχημένον εσωτερικά άνθρωπο. Η δισενιαύσια επίσκεψη του Χάρου στο σώμα του δεν άφηνε ουλές, αλλά ανοιχτές διώρυγες. Ήταν καμωμένος για το Πανδιδακτήριο, ήταν αφοσιω­μένος στην καταλλαγή, ήταν αριστοκρατικός και γι' αυτό αόρατος.

Τελικά, μετά τον θάνατο του, οπότε είχα γραικωθεί αρκετά, τυλίχτηκα μέσα στο λίπος Ζελιάνας, στα μάτια μερικών επιζώντων. Κι ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω για την χάρη του. Ανήκε σε ένα μέγεθος και σε μια ποιό­τητα που με υπερβαίνει.Και σε εποχή θορύβων και σειρήνων, ορκίζομαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φωνή του.»

Οδός Πανός
Οκτώβριος Δεκέμβριος 2002
σελ. 51-52

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2008

Σ. Κυριαζόπουλος - Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος

Free Image Hosting



Πώς η Δύσις συνέθεσε κατ’ αντίθεσιν προς την Ανατολήν την ζωήν και την εργασίαν.

Χωρίς την θεωρητικήν παράδοσιν της Ελλάδος και την γλωσσικήν δυνατό­τητα της εσωτερικής επαφής προς τον Θεόν o δυτικός άνθρωπος είδεν είς την εργασίαν την κεντρικήν δικαιολογίαν του βίου του. Εφ' όσον η Εκκλη­σία ανέλαβε να λύσει το πρόβλημα της σχέσεως του προς τον Θεόν, η εργα­σία ύπήρξεν η αύτοπραγμάτωση του Ευρωπαίου, ο τρόπος, δια του οποίου αντελήφθη και εθεμελίωσε το νόημα της ζωής του.

Σήμερον λόγω της εκτεχνικεύσεως της εργασίας η συμπεριφορά αυτή εισέρχεται είς νέαν φάσιν. Ο άνθρωπος παύει να είναι υπεύθυνος δια το έργον του, περιορίζεται είς την έφαρμογήν ξένων εντολών και ταυτοχρόνως χάνει την αντίστασιν της ύλης, ώστε η εργασία να μη του δίδει την ευκαιρίαν να ενσαρκώσει το προσωπόν του.

Γεγονός όμως είναι ότι η φάσις αυτή της σχέσεως του ανθρώπου προς τον κόσμον, η οποία είς την Δύσιν δια πρώτην φοράν διαχωρίζει την ζωήν εκ της εργασίας, είναι έπακόλουθον της προηγηθείσης συμφύσεώς των. Με την επίδοσιν του αυτοματισμού δεν αποκλείεται ο χωρισμός αυτός να υπερνικηθεί δια της τοποθετήσεως της εργασίας επί πνευματικού επιπέδου. Η εργασία όμως εξακολουθεί και εντός του τεχνικού κράτους vα είναι η κυρία δικαιολογία του ανθρώπου εις την ζωήν, έφ όσον αί υπόλοιποι σχέσεις του προς τον κόσμον συντελούνται χωρίς την ούσιαστικήν του επέμβασιν, ώστε ακριβώς σήμερον είς την Δύσιν, οπότε η εργασία χάνει τον άτομικόν της χα­ρακτήρα και αναφέρεται εις τον οιονδήποτε, ο άνθρωπος να ζεί, για να εργά­ζεται και να χάνει το νόημα της ζωής του, όταν απαλλάσσεται της εργασίας.

Η σύμφυσις ζωής και εργασίας απέκτησεν εις την Δύσιν θρησκευτικόν χαρακτήρα. Τούτο συνέβη υπό την ευλογίαν της Εκκλησίας, εφ όσον η σχέ­σις του ανθρώπου προς τον Θεόν ύπήρξεν ιδικόν της έργον. Εσήμαινεν όμως με την πάροδον του χρόνου μίαν πνευματικήν εγκατάστασιν του ανθρώπου εντός του κόσμου, μίαν σχέσιν προς την πραγματικότητα, είς το περιθώριον μόνον της οποίας υπήρχε θέσις δια τον Θεόν. Εις την έξέλιξιν των εκκλη­σιαστικών πραγμάτων της Δύσεως παρουσιάσθη άργότερον η σχέσις προς τον κόσμον ως περιεχόμενον της σχέσεως προς τον Θεόν, η εργασία ως μόνη έκφρασις της θρησκευτικής ζωής. Κατ' αυτόν τον τρόπον ο άνθρωπος διωχέτευσεν είς τον κόσμον όλην την πνευματικήν του δύναμιν.

Εις την Ανατολήν αντιθέτως η εργασία έμεινε τελικώς εκτός της θρησκείας. Όπως και είς την άρχαίαν Ελλάδα, η υλική άπασχόλησις δεν κατώρθωσεν ενταύθα να δικαιωθεί ενώπιον του πνεύματος. Η ανατολική Εκκλησία υπήρξε δια τούτο ο χώρος του κεντρικού γεγονότος της ζωής, της προσωπικής συναν­τήσεως του ανθρώπου προς τον Θεόν. Τούτο εσήμαινεν, ότι η ανατολική Εκκλησία δεν εθεώρησεν ως σκοπόν της την κοινωνικήν διαρρύθμισιν της ζωής, αλλά την συμπαράστασιν είς την πνευματικήν προσπάθειαν του ανθρώπου να συνδεθεί προσωπικώς προς το ύπέρτατον πρόσωπον. Κατ' αυτόν τον τρόπον είς την ανατολικήν Έκκλησίαν υπερίσχυσεν η προσευχή, όπως είς την δυτικήν η πράξις.

Η προσευχή είναι δυνατόν να γίνει χωρίς την έσωτερικήν συμμετοχήν του ανθρώπου, (να γίνεται δηλαδή μηχανικά, σημ Χ.α. ) όπου όμως δημιουργεί το νόημα της, (δηλ πραγματική προσευχή, η νοερά λεγομένη, σημ. Χ.α.) είναι μια εσωτερική πράξις. Η προσευχή ύπήρξεν η θεωρία της Όρθοδοξίας. Η πράξις είναι δυνα­τόν να γίνει, χωρίς την έσωτερικήν συμμετοχήν του ανθρώπου, είναι όμως δυ­νατόν να στρέψει και τον έσωτερικόν άνθρωπον πρός τα έξω. Η πράξις υπήρξεν η θεωρία της δυτικής Εκκλησίας. Ο Άγιος της Ανατολής μετουσιώνει την ύλην εις πνεύμα ο άγιος της Δύσεως ιδρύει και οργανώνει κοινόβια. Ο πρώτος ομιλεί ε ί ς τον Θεόν, ο δεύτερος Π ε ρ ί Θεού.

Η Ανατολή ενδιεφέρθη δια την σχέσιν του ανθρώπου προς τον Θεόν, η Δύσις δια την σχέσιν του ανθρώπου προς την Εκκλησίαν.

Μέχρι σήμερον το ασκητικόν ιδεώδες συμπίπτει είς την Άνατολήν πρός την ύποτίμησιν των εξωτερικών αναγκών της ζωής. Εις την Δύσιν όμως ο μοναχικός κλήρος μένει εντός του «κόσμου» διευθύνει επιχειρήσεις, ιδρύει Ορ­φανοτροφεία, επιστατεί νοσοκομείων, (σήμερα Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, σημ. Χ.α.) κατασκευάζει εμπορεύσιμα προϊόντα, επι­δίδεται είς επιστημονικά πειράματα. Εν αντιθέσει προς την πολιτικήν απάθειαν της μοναχικής Όρθοδοξίας, τον αυτοπεριορισμόν του ασκητού εντός του μοναστηρίου, τους μοναχούς της χριστιανικής Δύσεως διακρίνει μία πολιτική διάθεσις, δια την οποίαν η μονή είναι το στρατηγείον. Η έφεσις του δυτικού μοναχού να συμμετάσχει είς όσα διαδραματίζονται είς τον κόσμον, να επιχεί­ρησει μίαν εκ των άνω μεταβολήν του κόσμου, μίαν έστω και δια της βίας προσαρμογήν του ανθρώπου είς τας αρχάς της Εκκλησίας, η οποία του ανα­θέτει συγκεκριμένον τομέα εργασίας, ύπήρξεν η προϋπόθεσις της κοινωνικής δραστηριότητος και του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας αυτής (της Καθολικής), της επιρ­ροής, την οποίαν ήσκησεν επί των κρατικών ύποθέσεων και συγχρόνως ο όρος της εσωτερικής της οργανώσεως, δια της οποίας μόνη εξ όλων των κοινωνι­κών ιδρυμάτων της ιστορίας επρόλαβε τας αρχάς του τεχνικού πνεύματος.

Το πρόδρομον της σημερινής τεχνικής κατόρθωμα της Καθολι­κής Εκκλησίας.

Εντός του εργοστασίου σήμερον οι άνθρωποι διαιρούνται είς κατηγορίας ανα­λόγως της ιδιαιτέρας των σχέσεως προς το παραγόμενον προϊόν. Μεταξύ των μελών των ομάδων και των εκπροσώπων των ομάδων υπάρχουν άμοιβαίαι εξαρ­τήσεις και κώδικες συμπεριφοράς. Ό,τι δεν προβλέπει το σχέδιον, εάν ήτο έμπνευσις ένας εκ των εργαζομένων, θα επέφερεν αναστάτωσιν. Η σημασία του συμμετέχοντος είς το έργον έγκειται δια τούτο είς την εκτέλεσιν της εν­τολής, η οποία του έχει ανατεθεί, εις την λήθην των προσωπικών του υποθέ­σεων, δηλαδή εις την πειθαρχίαν.

Ό,τιδήποτε είναι και θέλει ο άνθρωπος εκτός της σχέσεως προς το έκπληρούμενον σχέδιον, είναι δια την διεύθυνσιν του έργου επουσιώδες(άχρηστο). Οι εργάται εξάλλου γνωρίζουν, ότι η υπόλοιπος ζωή των βασίζεται επί της συμμετοχής των είς την παραγωγήν. Εάν εκεί αποτύ­χουν, θα μείνουν αστήρικτοι είς τον κόσμον. Εάν αφοσιωθούν είς το έργον, είς τρόπον ώστε να θέλουν και να πράττουν, μόνον ό,τι προάγει την γενικήν προοπτικήν, κερδίζουν την ζωήν των.

Υποδειγματικώς ανεπτύχθη ή νέα αυτή σχέσις του ανθρώπου προς τον κόσμον εντός της Καθολικής Εκκλησίας. Η εργασία, χειρωνακτική ή πνευ­ματικής φύσεως, απέκτησε μίαν μεταφυσικήν δικαιολογίαν αναλόγως της ικα­νότητος του ανθρώπου να παραβλέψει την προσωπικήν του ζωήν, πολύ περισσότερον να την δικαιολόγησει δια της συμβολής του εις την εκπλήρωσιν ενός σχεδίου, το οποίον επέβαλλε προ παντός άλλου την ύπακοήν. Η επιδίωξις αυτή του συστήματος, η όργάνωσις της σωτηρίας, η κατάταξις των σωζωμένων, η θέλησις της εξαπλώσεως χάριν της δυνάμεως, επειδή το σύστημα επέ­τρεπε την άναδίπλωσίν του, την ύπαγωγήν νέων ενοτήτων ως αύξησιν του κύρους της δι όλα αρμοδίας αρχής, η οποία θεωρεί την πειθαρχίαν ως πρώτην αρετήν και προσφέρει την λύτρωσιν ως ανταμοιβή της υποταγής, υπήρξε το ιστορικώς άνευ παραδείγματος και δια την παγκόσμιον έννοιαν της τεχνι­κής πρόδρομον εύρωπαϊκόν κατόρθωμα της Καθολικής Εκκλησίας. Τούτο εσήμαινεν, ότι δια πρώτην φοράν είς την ιστορίαν η έννοια της εργασίας ως πρά­ξεως κατ' επιταγήν ανελάμβανε να στήριξη την ζωήν π ν ε υ μ α τ ι κ ώ ς.

Εάν είς την Ελλάδα ο άνθρωπος έδικαιολόγησε τον άνθρωπον δια της θεω­ρίας, εφ' όσον δηλαδή, χωρίς να εργάζεται, έπραττε μίαν εσωτερικήν πράξιν, δια την οποίαν ήτο ο ίδιος υπεύθυνος, αυτήν την φοράν ο άνθρωπος δικαιο­λογείται δια της πράξεως, εφ' όσον δηλαδή εργαζόμενος συντελεί είς την πραγματοποίησιν αποφάσεων, δια τας οποίας δεν φέρει την εύθύνην. Δια της Καθολικής Εκκλησίας η εργασία εγκαινιάζει την ευρωπαϊκήν της σταδιοδρομίαν ως πνευματικόν θεμέλιον της υπάρξεως. Κατ' αυτόν τον τρόπον η Εκκλησία προετοιμάζει τον Ευρωπαίον δια την υπαγωγήν του άργότερον είς το στράτευμα των κρατών, τα οποία επρόκειτο ν' αφαιρέσουν τα κοσμικά της δικαιώματα και εν συνεχεία δια την τοποθέτησίν του, όπου τον κατέτασσεν ο τεχνικός προγραμματισμός, ώστε η πράξις, την οποίαν δεν διεμόρφωσεν ο ίδιος, να γίνει και ο υλικός και ο πνευματικός όρος της ζωής του.

Σπ. Κυριαζόπουλος
«Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος»
Αθήνα 1965.
Σελ. 160-165

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker