Σάββατο, Μαρτίου 24, 2012

π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ - Ο Karl Marx ως θρησκευτικός τύπος.




Χαρακτηριστική ιδιότητα των ιδιοσυγκρασιών δικτατορικού τύπου είναι ή ευθύτητα τους και η εμφανώς αναιδής αντιμετώπιση της ανθρώπινης ατομικότητας, οι άνθρωποι γίνονται γι' αυτούς ένα είδος σημείου της άλγεβρας, προορισμένοι να είναι μέσα για τον ένα ή τον άλλο σκοπό, ακόμα και τον αρκετά υψηλό, ή αντικείμενα, για την πολύ ή ελάχιστα ενεργητική, αν και πλέον καλοπροαίρετη, επιρροή. Στον τομέα της θεωρίας το γνώρισμα αυτό θα εκφραστεί στην έλλειψη προσοχής προς την συγκεκριμένη, ζωντανή ανθρώπινη προσωπικότητα, με άλλα λόγια μέσα από την αγνόηση [= περιφρόνηση] του προβλήματος της ατομικότητας.

Η θεωρητική αυτή αγνόηση της ατομικότητας, η εξάλειψη του προβλήματος του ατομικού με το πρόσχημα της κοινωνιολογικής ερμηνείας τής Ιστορίας, είναι χαρακτηριστική και για τον Marx. Γι' αυτόν το πρόβλημα τής ατομικότητας, του απόλυτα αδιαίρετου πυρήνα της ανθρώπινης ατομικότητας, τής ολοκληρωτικής υποστάσεως της, δεν υπάρχει. Ό Marx -στοχαστής, χωρίς να θέλει, υπάκουσε σ' αυτό το σημείο τον Marx-άνθρωπο, διύλισε την ατομικότητα μέσα στην κοινωνιολογία ως το τέλος, δηλαδή όχι μόνον εκείνο που μέσα σ' αυτήν υπόκειται πράγματι, αλλά και εκείνα πού είναι εντελώς αδιάλυτα, και αυτό το χαρακτηριστικό του, παρεμπιπτόντως, διευκόλυνε το χτίσιμο των τολμηρών και γενικών θεωριών οικονομικής ερμηνείας τής Ιστορίας, όπου στο άτομο, και στην ατομική δημιουργία γενικότερα, λένε το επικήδειο άσμα.

Ό Marx δεν βρέθηκε ποτέ σε σύγχυση, δεν του έκανε καμμία εντύπωση ή εξέγερση του Stirner, ο οποίος ήταν σύγχρονος του και πού προσπέρασε αισίως, χωρίς κάποιες έκδηλες γι' αυτόν συνέπειες του ηθικού ατομικισμού του Kant και του Fichte, το πνεύμα των οποίων ήταν διάχυτο ακόμα και στον αέρα τής Γερμανίας (πόσο αισθητή είναι ή επιρροή αυτή ακόμα και στον Lassalle). Πόσο μάλλον φάνταζε ανέφικτη η διαβρωτική κριτική του ανθρώπου του υπογείου" του Dostoievsky, ο οποίος, μεταξύ άλλων δικαιωμάτων, διεκδικεί το φυσικό δικαίωμα στην... βλακεία και στο καπρίτσιο, προκειμένου να ζήσει όπως θέλει, σύμφωνα με την ατομική ανόητη βούλησή του. Όταν έβαζε την ζωή και την ιστορία μέσα στον κοινωνιολογικό κορσέ που σπάει τα πλευρά, δεν υπήρχε μέσα του η παραμικρή προαίσθηση του εξεγερμένου ατομισμού του ερχόμενου Nietzsche.

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Marx, οι άνθρωποι δημιουργούν κοινωνιολογικές ομάδες και αυτές οι ομάδες βαθμιαία και νομοτελειακά αποτελούν σωστές γεωμετρικές φιγούρες σαν να μην συμβαίνει τίποτε άλλο στην Ιστορία εκτός από την ρυθμική κίνηση αυτών των κοινωνιολογικών στοιχείων. Αυτή η κατάργηση του προβλήματος της ατομικότητας είναι το βασικό χαρακτηριστικό του μαρξισμού, και ταιριάζει τόσο καλά στην αυταρχική ιδιοσυγκρασία του δημιουργού αυτού του συστήματος.[…]

[…]Το βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Marx και της κοσμοαντιλήψεώς του, στο οποίο αναφερθήκαμε, η εκ μέρους του περιφρόνηση του προβλήματος του ατομικού και του συγκεκριμένου, προδικάζει την σχετική αναισθησία του προς το οξύ θρησκευτικό πρόβλημα, διότι αυτό, πρώτα από όλα, είναι το πρόβλημα του ατομικού. Αυτό είναι το ζήτημα για το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή μου, η προσωπικότητα μου, για τα όσα υπομένω, για τις σχέσεις μου με τον Θεό, για την μεμονωμένη ανθρώπινη ψυχή, για το προσωπικό της στοιχείο, και όχι μόνον για την κοινωνική σωτηρία. Εκείνη, ή μοναδική στο είδος της, ή αναντικατάστατη, ή απολύτως ανεπανάληπτη προσωπικότητα, ή οποία μία φορά μόνον, κάποιο διάστημα, παρήλθε από την ιστορία, έχει αξιώσεις για το απόλυτο, για την ακατάλυτη σημασία, την οποία μπορεί να υπόσχεται μόνον η θρησκεία, ο ζωντανός Θεός των ζώντων, της θρησκείας, και όχι ο νεκρός θεός των νεκρών της κοινωνιολογίας.

Αυτό ακριβώς το πρόβλημα, το όποιο δεν μπορεί να λυθεί ούτε και να χωρέσει πουθενά, πέρα και εκτός των ορίων τής θρησκείας, προσδίδει στην θρησκευτική συνείδηση την θρησκευτική αμφιβολία, και γενικά στις θρησκευτικές ανησυχίες αυτήν την οξύτητα, αυτό [το πρόβλημα] καίει τόσο πολύ και κάνει τον άνθρωπο να υποφέρει τόσο πολύ.

Έδώ, αν θέλετε, έχουμε προσωπικό εγωισμό, αλλά ένα εγωισμό ανώτατης τάξεως, όχι μία εμπειρική αυταρέσκεια αλλά ύψιστη πνευματική δίψα, ο ύψιστος εκείνος ισχυρισμός του εγώ, ο άγιος εκείνος εγωισμός πού προστάζει να καταστραφεί η ψυχή προκειμένου να σωθεί να καταστραφεί το εμπειρικό, το φθαρτό και το χειροπιαστό προκειμένου να σωθεί το πνευματικό, το αόρατο και το άφθαρτο.

Και αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα, είναι η οδύνη της άτομικότητας, είναι τό μυστήριο του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, για τα μόνα πραγματικά και ακατάλυτα που υπάρχουν μέσα σε αυτούς, για την ζωντανή ψυχή, [αύτό] συνοδεύει τήν σκέψη σε όλες τις στροφές, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να πέσει στον θρησκευτικό λήθαργο, από αυτό, σαν το φυτό από τον σπόρο, αναπτύσσονται οι θρησκευτικές θεωρίες και τα φιλοσοφικά συστήματα• δεν είναι, άραγε, αυτή η ανάγκη και η ικανότητα για την « αναζήτηση του υψηλού» η εμφανής μαρτυρία της μη γήινης προελεύσεως του ατόμου;

π.Σέργιος Μπουλγκάκωφ
«Ο Κάρλ Μάρξ ως Θρησκευτικός τύπος»
Εκδόσεις Άθως
σελ. 24-26

Ετικέτες

π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ - Βίος και Έργο




Ο Sergius Bulgakov γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου του 1871 στην πόλη Livny, νότια της Μόσχας. Άν και μεγάλωσε μέσα σε θρησκευτική ατμόσφαιρα, στην αρχή της πνευματικής του πορείας ασπάσθηκε τον μαρξισμό, και μάλιστα υπό την εκδοχή του λεγομένου «νομίμου μαρξισμού».

Το πρώτο δημοσίευμα του Bulgakov επιγράφεται «Ό ρόλος της αγοράς στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής» (1897). Στην συζήτηση για την δυνατότητα της αναπτύξεως του καπιταλισμού στην Ρωσσία ως σταδίου μεταβάσεως στην σοσιαλιστική οικονομία, ο Boulgakoff δέχεται την αναγκαι¬ότητα της καπιταλιστικής εξελίξεως, κυρίως στο ζήτημα της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο αυτή ή τοποθέτηση έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις τόσο των narodniki (= λαϊκιστών) όσο και των συνεπών μαρξιστών. Το βασικό έργο αυτής της περιόδου είναι το δίτομο Καπιταλισμός και Γεωργία (Αγία Πετρούπολη 1900). Επισημαίνεται σχετικά ότι η προσπάθεια (ενν. του Bulgakov) να ερμηνεύσει τα προβλήματα της γεωργίας σύμφωνα με τις μαρξιστικές κατηγορίες έδειξε σ' αυτόν τους περιορισμούς της θεωρίας (ενν. του Μάρξ) και το ανεφάρμοστο αυτής σ' αυτόν τον ιδιαίτερο τομέα της οικονομίας. Αυτή ήταν μία έκ των «έσω» κριτική του μαρξισμού.

Ακολουθεί η δεύτερη φάση της πορείας του Bulgakov, η οποία θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μεταξύ των ετών 1905-1917. Ό Bulgakov είναι τώρα Καθηγητής τής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου και στο Πανεπιστήμιο τής Μόσχας. Ορόσημο αυτής τής εποχής είναι η επανάσταση του 1905 οι ιδεολογικές ρίζες της όποιας βρίσκονται, ως ένα βαθμό, στις θεωρήσεις των «νομίμων μαρξιστών». Ακριβώς σ' αυτήν την περίοδο ο Bulgakov, υπό την επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού, θα απορρίψει την ανθρωπολογική και την κοινωνική έκφραση της μαρξικής κοσμοθεωρίας. Έτσι ο Ρώσσος συγγραφέας αντιτίθεται στην θεώρηση του ανθρώπου ως οικονομικής μονάδας και στην ταύτιση της ψυχολογίας του ατόμου με την ψυχολογία της τάξεως. Ένα από τα πρώτα βασικά κείμενα αυτής της περιόδου, δημοσιευμένο κατά το 1906, επιγράφεται «Ό Karl Marx ως θρησκευτικός τύπος». Από τά έργα αυτής της περιόδου θα αναφερθούν η δίτομη συλλογή άρθρων υπό την επιγραφή «Από τον μαρξισμό στον Ιδεαλισμό» (Αγία Πετρούπολη 1903), ή επίσης δίτομη συλλογή άρθρων «Δύο Πόλεις. Μελέτη περί της φύσεως τών κοινωνικών Ιδανικών» (Μόσχα 1911) , η διατριβή υπό την επιγραφή «Φιλοσοφία τής οικονομίας» (Μόσχα 1912) και το ογκώδες «Φως Ανέσπερον» (Μόσχα 1917), το οποίο είναι μία αξιόλογη συμβολή στην θρησκευτική φιλοσοφία. Στην ίδια, τέλος, εποχή ανήκει ο τόμος «Ήσυχες σκέψεις» (Μόσχα 1918), που περιλαμβάνει άρθρα των ετών 1911-1915.

Η τελευταία φάση της πνευματικής εξελίξεως του Bulgakov αρχίζει μετά την Ρωσσική Έπανάσταση του 1917 και ολοκληρώνεται στα τέλη της ζωής του. Αν και ο Bulgakov δεν ερευνά ιδιαίτερα τον χαρακτήρα της Επαναστάσεως του 1917, στον βαθμό που ασχολείται λ.χ. ο Ν. Berdiaeff (1874-1948), έχει συντελεσθεί μία βαθειά αλλαγή στην ζωή και στην σκέψη του, πράγμα που φαίνεται και από την είσοδο του στην ιερωσύνη. Είναι γνωστό ότι χειροτονήθηκε ιερέας τον Ιούνιο του 1918 στην Λαύρα του Αγ. Σεργίου παρουσία εκλεκτών φίλων, όπως του Π. Φλωρένσκυ, Ν. Μπερντγιάεφ κ.α.


Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν σημαίνει απολύτως την μετάβαση από την φιλοσοφία στην θεολογία. Είναι ορθότερο, νομίζω, να υποστηριχθεί ότι ο Bulgakov είναι συνάμα φιλόσοφος που θεολογεί και θεολόγος που φιλοσοφεί. Μάλιστα προκαλεί εντύπωση ο ενθουσιασμός του Bulgakov τόσο κατά την περίοδο όπου ήταν μαρξιστής, όσο και κατά την περίοδο που επανήλθε στην Ορθόδοξη εκκλησία. Στη συνέχεια μετέβη στο Πανεπιστήμιο της Συμφεροπόλεως στην Κριμαία μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1923 οπότε και εξορίστηκε. Τότε, και συγκεκριμένα στην Γιάλτα κατά το 1922, συνέθεσε το έργο «Υπό τις επάλξεις της Χερσονήσου», το οποίο εκδόθηκε σε γαλλική μετάφραση το 1999. Από το 1925 μέχρι το 1944 ο Ρώσσος διανοητής διδάσκει ορθόδοξη δογματική στο Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge στο Παρίσι. Αναφέρεται ότι όταν έφθασεν εις τον Άγιον Σέργιον «…ήτο περισσότερο γνωστός ως ο μαρξιστής οικονομολόγος παρά ως ο νεωστί μεταστραφείς και χειροτονηθείς. Διό υπήρχε πολλή αντίδρασις διά τον διορισμόν του εις το Ινστιτοτον, παρά το ότι oι πλείστοι των υποστηρικτών του ήσαν σφοδροί αντικομμουνισταί Ρώσοι μετανάσται». Βεβαίως, αργότερα, ο Bulgakov ήταν η μορφή που ενέπνεε σεβασμό και κυριαρχούσε για πολλά χρόνια στον Άγιο Σέργιο.

Στην τρίτη αυτή φάση της πνευματικής πορείας του ο Bulgakov εκδίδει δύο τριλογίες δογματικού περιεχομένου: α .Ή φλεγόμενη βάτος (Paris 1927, ρωσσ.),Ό φίλος του Νυμφίου (Paris 1927, ρωσσ.), Ή κλιμαξ του Ιακώβ (Pans 1929, ρωσσ.)και β'. Ό Παράκλητος (Paris 1936, ρωσσ.), Περί του ένσαρκωθέντος Λόγου (Paris 1943, γαλλ.), Η Νύμφη του Άρνίου (Paris 1945, ρωσσ.). 'Επίσης στην ίδια εποχή ανήκει το ευσύνοπτο L' Orthodoxie (Paris 1932). 'Εκτός αυτών, 'ιδιαίτερο φιλοσοφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα Die Tragodie der Philosophic (Darmstadt 1927, μόνον γερμ.), το οποίο αναφέρεται στην διαλεκτική της γερμανικής φιλοσοφίας του ιθ' αι., The Wisdom of God. A brief summary of sophiology (London 1937), όπου αναφέρεται ακροθιγώς ο Bulgakov στην σοφιολογική θεωρία του, και Ή Φιλοσοφία του ονόματος (L' Age d'Homme, Lausanne 1991, γαλλ.) που αποτελεί μία σημαντική συμβολή στήν φιλοσοφία τής γλώσσας.

Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι ο Bulgakov ήλθε και στην Ελλάδα κατά το 1936, όταν έλαβε μέρος στο Πανορθόδοξο Συνέδριο Θεολόγων στην 'Αθήνα. Τρία χρόνια αργότερα, ο π. Sergius προσβλήθηκε από καρκίνο του λάρυγγος, μετά όμως από δύο εγχειρήσεις διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά έχασε τη φωνή του και επέζησε μέχρι τις 12 Ιουνίου 1944.


Σέργιος Μπουλγκάκωφ
«Ο Κάρλ Μάρξ ως Θρησκευτικός τύπος»
Εκδόσεις Άθως
σελ. 11-14

Ετικέτες

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

π.Γ. Μπασιούδης - Λατρεία - εκκοσμίκευση δημόσιο και ιδιωτικό.



Οι ξένες κοσμοαντιλήψεις επηρεάζουν τον σύγχρονο πιστό και τον τρόπο πού θρησκεύει και τον τραβούν πρός τη «ζωή» του κόσμου. Ή προβληματική είναι γνωστή και έχει διατυπωθεί και από τον ίδιο τον Χριστό. Ωστόσο, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την αντιστροφή της λογικής αυτής, ως προς τον χαρακτήρα του φαινομένου της εκκοσμίκευσης. Αυτή την αντιστροφή επιχειρεί να παρουσιάσει ή Newman *, ακολουθώντας τις θέσεις και τις αναλύσεις των R. Taylor Scott, Hannah Arendt, Reinhold Niebuhr και William H.Poteat. Συμφωνά μ' αυτούς ο σημερινός πολιτισμός αντί να «τραβάει» προς το μέρος του κόσμου τον άνθρωπο,τον σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, την κατεύθυνση της απομόνωσης από τον κόσμο, την κατεύθυνση της απασχόλησης με το εγώ, την κατεύθυνση της αδιαφορίας για τα «κοινά».

Οι σχετικές αναλύσεις δείχνουν ότι διάφορες τάσεις στην ιστορία της Φιλοσοφίας του δυτικού πολιτισμού συνέτειναν στην έπικέντρωση του ενδιαφέροντος από το κοσμικό γίγνεσθαι στο εγώ. Στο μοναχικό ανθρώπινο υποκείμενο, που άναγάγεται έτσι σε μέτρο εκτίμησης ολόκληρου του κόσμου, ολόκληρης της πραγματικότητας. Έτσι όμως χάνεται ο χώρος της αρχαιοελληνικής «αγοράς», ο χώρος συνάντησης- ζύμωσης των ανθρώπων και του πολιτισμού τους, η δυνατότητα αλληλεπίδρασης ως πολιτιστικού μεγέθους, η κοσμική-κοσμολογική διάσταση της ζωής. Ό σημερινός άνθρωπος είναι μοναχικός, διαχωρίζοντας με επιμέλεια την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα τής ζωής του.

Ό σημερινός πολιτισμός δίδει βεβαίως μεγάλη δυνατότητα έπιλογών στό είδος της φυλακής του ανθρώπου, στο είδος της μοναξιάς του, πού λέγεται ιδιωτική ζωή. Έτσι ο σύγχρονος άνθρωπος ζει συχνά μέ τίς ψευδαισθήσεις ότι διαμορφώνει ο ίδιος τη ζωή του και ότι είναι στο χέρι του νά δημιουργήσει τον «δικό του» «μικρό παράδεισο» στην ιδιωτική του ζωή. Για τη δημόσια ζωή δείχνει μικρό ένδιαφέρον, μια και αυτήν την έχουν αναλάβει οι ειδικοί επαγγελματίες του είδους: οι πολιτικοί, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οικονομικές και επιχειρηματικές δυνάμεις. Ό σύγχρονος άνθρωπος εντάσσει και τη θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, και βεβαίως τη λατρεία. Έτσι φτάνουμε στό φαινόμενο της «ιδιωτικοποίησης» της λατρείας, για το οποίο διαμαρτύρεται ό Σμέμαν. Αυτή τελικά είναι και η σύγχρονη εκκοσμίκευση, μόνο πού -κατά παράδοξο τρόπο- δεν αποτελεί μια κίνηση του ανθρώπου προς τον κόσμο, αλλά μια αντίθετη κίνηση φυγής από τον κόσμο προς τον εαυτό του.

Ή κίνηση βέβαια αυτή δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, μια και θεωρείται «φυσιολογικό» να έχει ό καθένας την «ιδιωτική του ζωή». Ό λόγος πάλι που κάτι τέτοιο θεωρείται φυσιολογικό είναι ότι ο σύγχρονος πολιτισμός και οι κυρίαρχες αντιλήψεις στα πλαίσιά του, δεν θεωρούν ασφαλή τον δημόσιο χώρο, στερώντας έτσι από τα επιμέρους πρόσωπα τη δυνατότητα της συνάντησης και της αλληλεπίδρασης σ' ένα διαρκές και ανοιχτό πολιτιστικό γίγνεσθαι.

Ό δημόσιος χώρος καταλαμβάνεται από τις «αντικειμενικές αλήθειες» αυτού του πολιτισμού, τον αγώνα για αντικειμενικότητα και έτσι δεν υπάρχουν περιθώρια για τα άνθρώπινα πρόσωπα με τη μοναδικότητά τους. Ό,τι δεν είναι «αυτονόητο» και «αυταπόδεικτο», «πολιτικά ορθό» και οικονομικά αποδοτικό -όπως για παράδειγμα η πίστη στον Θεό- δεν έχει ουσιαστικά θέση στη σύγχρονη δημόσια ζωή, στο γίγνεσθαι του σύγχρονου πολιτισμού. Μόνο ως ιδιωτική υπόθεση μιας μερίδας πολιτών έχει τη θέση της η πίστη στον Θεό.

Σε αντίθεση μ' αυτές τις τάσεις του κυρίαρχου πολιτισμού, η χριστιανική Λειτουργία φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, τους μεταβάλλει σε σύναξη του σώματος του Χριστού, σε σύναξη συγκεκριμένων και μοναδικών προσώπων, με συγκεκριμένη θέση και αποστολή μέσα στον κόσμο. Ό χώρος της Εκκλησίας είναι ένας πραγματικά δημόσιος χώρος, όπου ο καθένας έχει τον προσωπικό του χώρο παρουσίας. Ό χώρος της Εκκλησίας και της Λειτουργίας είναι η «αγορά» όπου πραγματοποιείται η αλληλεπίδραση των ανθρώπων μέσα σε κοσμικές-κοσμολογικές προοπτικές.

π. Γεώργιος Μπασιούδης
«η Δύναμη της Λατρείας»
εκδόσεις εν Πλώ - 2008
σελ. 361-363
*Aναφέρεται στην διδακτορική διατριβή της Βαπτίστριας θεολόγου Elisabeth Newman με τίτλο - «Alexander Schmemann and Orthodox Theology» 1990 - Duke University.

Ετικέτες , ,

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2012

Norman Cohn : Ο Χιλιασμός




Το αρχικό νόημα της λέξης «χιλιασμός» ήταν στενό και ακριβές. Ο χριστιανισμός είχε ανέκαθεν μιαν εσχατολογία, με την έννοια ενός δόγματος που αφορούσε στους «τελευταίους καιρούς» ή τις «τελευταίες μέρες» ή την «τελική κατάσταση του κόσμου»• ο χριστιανικός χιλιασμός ήταν απλώς μια παραλλαγή χριστιανικής εσχατολογίας. Αναφερόταν στην πεποίθηση ορισμένων χριστιανών, που βασιζόταν στην Αποκάλυψη (Κ, 4-6) ότι μετά την Δευτέρα Παρουσία ο Χριστός θα ίδρυε στη γη ένα μεσσιανικό βασίλειο και θα βασίλευε επί χίλια χρόνια πριν από την Έσχατη Κρίση. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη, οι πολίτες του βασιλείου αυτού θα είναι οι χριστιανοί μάρτυρες, που θ' αναστηθούν για τον λόγο αυτόν χίλια χρόνια πριν από την γενική ανάσταση των νεκρών. Αλλά ήδη οι πρώιμοι χριστιανοί ερμήνευαν αυτό το μέρος τής προφητείας ελεύθερα και όχι κυριολεκτικά, καθώς εξίσωναν τους μάρτυρες με τους τυραννισμένους πιστούς -δηλαδή με τον εαυτό τους- και ανέμεναν την Δευτέρα Παρουσία κατά την διάρκεια της ζωής τους. Και πρόσφατα, οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι και ως έναν βαθμό οι ιστορικοί συνήθισαν να χρησιμοποιούν την λέξη «χιλιασμός» με ακόμα πιο πλατύ νόημα. Η λέξη έγινε απλώς κατάλληλος χαρακτηρισμός για έναν συγκεκριμένο τύπο σωτηριολογίας. Και έτσι ακριβώς την χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου.
Οι χιλιαστικές αιρέσεις ή κινήματα παρουσιάζουν την σωτηρία ως:

α. συλλογική, με την έννοια ότι θα την χαρούν συλλογικά οι πιστοί•
β. επίγεια, με την έννοια ότι θα πραγματοποιηθεί πάνω σ' αυτήν τη γη και όχι σ' έναν κάποιον παράδεισο τού άλλου κόσμου•
γ. επικείμενη, με την έννοια ότι θα έρθει σύντομα και αιφνιδιαστικά•
δ. συνολική, με την έννοια ότι θα μεταμορφώσει πλήρως τη ζωή πάνω στη γη, με αποτέλεσμα η καινούρια διανομή των αγαθών να μην είναι απλώς βελτίωση τού παρόντος, αλλά η τελειότητα-
ε. θαυματουργή, με την έννοια ότι θα επιτελεστεί από υπερφυσικές δυνάμεις, ή με την βοήθειά τους.

Ως και μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, υπάρχει φυσικά χώρος για άπειρη ποικιλία: υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι για να φανταστούμε την Χιλιετή Βασιλεία τού Θεού και τον δρόμο προς αυτήν. Οι χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα είχαν ποικίλες στάσεις, που εκτείνονταν από την πιο άγρια επιθετικότητα μέχρι την πιο ήπια ειρηνοφιλία και από την πιο αιθέρια πνευματικότητα μέχρι τον πιο γήινο υλισμό. Παρουσίασαν μεγάλη ποικιλία και ως προς την κοινωνική σύνθεση και την κοινωνική λειτουργία τους.

Υπήρξε ασφαλώς μεγάλη ποικιλία από χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα στην μεσαιωνική Ευρώπη. Στο ένα άκρο ήταν οι λεγόμενοι «Φραγκισκανοί Πνευματικοί», που άκμασαν κατά τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι αυστηροί ασκητές προήλθαν κυρίως από την ανάμειξη αριστοκρατικών και εμπορικών οικογενειών, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη στις ιταλικές πόλεις. Πολλοί απ' αυτούς απαρνήθηκαν μεγάλα πλούτη, για να γίνουν φτωχότεροι κι από ζητιάνοι- και φαντάζονταν ότι η Χιλιετής Βασιλεία τού Θεού θα ήταν μια εποχή τού Πνεύματος, στην οποία όλη η ανθρωπότητα θα ήταν ενωμένη στην προσευχή, τον μυστικιστικό διαλογισμό και την εθελούσια φτώχεια. Στο άλλο άκρο ήταν οι διάφορες χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα, που αναπτύχθηκαν στούς κόλπους των ξεριζωμένων φτωχών των πόλεων και τής υπαίθρου. Η φτώχεια των ανθρώπων αυτών ήταν κάθε άλλο παρά εθελούσια, το μερτικό τους στη ζωή ήταν η άκρα και αδυσώπητη ανασφάλεια, και ο χιλιασμός τους ήταν βίαιος, αναρχικός και κατά καιρούς αληθινά επαναστατικός.

Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον χιλιασμό που άνθησε στούς κόλπους των ξεριζωμένων φτωχών τής δυτικής Ευρώπης ανάμεσα στον 11ο και τον 16ο αιώνα και τις περιστάσεις που τον ευνόησαν. Αλλά, αν αυτό είναι το κυρίως θέμα, δεν είναι και το μοναδικό. Γιατί οι φτωχοί δεν δημιούργησαν οι ίδιοι τις χιλιαστικές τους πεποιθήσεις, αλλά τις παρέλαβαν από επίδοξους προφήτες ή μεσσίες. Και οι άνθρωποι αυτοί, πολλοί τέως κατώτεροι κληρικοί, παρέλαβαν με την σειρά τους τις ιδέες τους από τις πιο ποικίλες πηγές. Ορισμένα χιλιαστικά φαντασιοκοπήματα κληρονομήθηκαν από τούς Εβραίους και τούς πρώιμους χριστιανούς και άλλα από τον ηγούμενο τού 12ου αιώνα Ιωακείμ τής Φλόρας. Άλλα, πάλι, τα επινόησαν οι αιρετικοί μυστικιστές, που είναι γνωστοί με την επωνυμία Αδελφοί τού Ελεύθερου Πνεύματος. Το βιβλίο αυτό εξετάζει τόσο το πώς γεννήθηκαν αυτά τα διάφορα σύνολα χιλιαστικών πεποιθήσεων, όσο και το πώς τροποποιήθηκαν κατά την μεταβίβαση τους στούς φτωχούς.

Συνεπώς, ο κόσμος τής χιλιαστικής ανάτασης και ο κόσμος τής κοινωνικής αναστάτωσης δεν συνέπιπταν αλλά επικαλύπτονταν. Πολλές φορές συνέβη να επηρεάζει ένας χιλιαστής προφήτης ορισμένα τμήματα των φτωχών. Τότε, στην συνηθισμένη λαχτάρα των φτωχών να βελτιώσουν τις υλικές συνθήκες τής ζωής τους, μεταγγίζονταν φανταστικές εικόνες ενός κόσμου, που ξαναγεννήθηκε μέσα στην αθωότητα δια μέσου μιας έσχατης σφαγής τής Αποκαλύψεως. Οι αμαρτωλοί -κατά κανόνα οι Εβραίοι, οι κληρικοί ή οι πλούσιοι- θα εξοντώνονταν- κατόπιν, οι Άγιοι, δηλαδή οι εν λόγω φτωχοί, θα εγκαθίδρυαν την βασιλεία τους, ένα βασίλειο χωρίς βάσανα και χωρίς αμαρτία. Εμπνεόμενοι από τέτοιες φανταστικές εικόνες, πάμπολλοι φτωχοί κινούσαν για εγχειρήματα που ήταν τελείως διαφορετικά από τις συνηθισμένες εξεγέρσεις των αγροτών ή των χειροτεχνών, με τοπικούς, περιορισμένους στόχους. Στο Συμπέρασμα τού παρόντος βιβλίου θα επιχειρήσω να ορίσω τις ιδιαιτερότητες αυτών των χιλιαστικών κινημάτων των φτωχών τού Μεσαίωνα. Θα υποδείξω και ότι, από ορισμένες απόψεις, ήταν αληθινοί πρόδρομοι ορισμένων από τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα τού αιώνα μας.

Δεν υπάρχει άλλη συνολική μελέτη αυτών των μεσαιωνικών κινημάτων. Πράγματι, πολύ μεγάλη προσοχή δόθηκε στις πιο αμιγώς θρησκευτικές αιρέσεις, που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν κατά τον Μεσαίωνα αλλά πολύ μικρότερη προσοχή δόθηκε στην ιστορία τού πώς, ξανά και ξανά , σε καταστάσεις αποπροσανατολισμού και αναστάτωσης των μαζών, οι πατροπαράδοτες πεποιθήσεις για μια μελλοντική χρυσή εποχή ή για την βασιλεία τού Μεσσία έφτασαν να χρησιμεύσουν ως οχήματα για κοινωνικές φιλοδοξίες και κοινωνικές εχθρότητες. Μολονότι υπάρχουν αρκετές έξοχες μονογραφίες, που πραγματεύονται ξεκομμένα επεισόδια ή πτυχές, η ιστορία στο σύνολο της δεν έχει ειπωθεί. Το παρόν έργο φιλοδοξεί, στο μέτρο τού δυνατού, να καλύψει αυτό το κενό.

Για να παρουσιάσουμε το εν πολλοίς ανεξερεύνητο αυτό πεδίο χρειάστηκε να συνδυάσουμε πολλές εκατοντάδες πρωτότυπων πηγών σε λατινικά, ελληνικά, παλαιά γαλλικά, γαλλικά τού 16ου αιώνα, μεσαιωνικά γερμανικά και γερμανικά τού 16ου αιώνα, στην καθομιλούμενη και στην λόγια γλώσσα. Η έρευνα και η συγγραφή διάρκεσαν, συνολικά, περίπου μια δεκαετία- και επειδή ακριβώς παρατραβούσε, αποφάσισα -απρόθυμα- να περιορίσω την έρευνά μου στην βόρεια και την κεντρική Ευρώπη. Όχι ότι ο μεσαιωνικός κόσμος τής Μεσογείου δεν έχει να προσφέρει παρόμοια ή εξ ίσου συναρπαστικά θεάματα αλλά θεώρησα λιγότερο σημαντικό ν' αγκαλιάσει η έρευνά μου τα πάντα από γεωγραφικής απόψεως, και περισσότερο να είναι όσο γίνεται πιο εξαντλητική και ακριβής για τα εδάφη στα οποία εκτείνεται.

Το υλικό μού το έδωσαν οι πιο ποικίλες συγκαιρινές πηγές —χρονικά, αναφορές ιεροεξεταστικών ερευνών, αφορισμοί από Πάπες, επισκόπους και [εκκλησιαστικά] συμβούλια, θεολογικά συστήματα, φυλλάδια πολεμικής, επιστολές, ως και λυρικά ποιήματα. Το μεγαλύτερο μέρος τού υλικού αυτού το έγραψαν κληρικοί, που αντιμετώπιζαν τελείως εχθρικά τις πεποιθήσεις και τα κινήματα τα οποία περιγράφουν και δεν ήταν πάντα εύκολο να εκτιμήσω επακριβώς την ασύνειδη διαστρέβλωση ή την συνειδητή πλαστοποίηση. Αλλά ευτυχώς, μάς έδωσε και η άλλη πλευρά μεγάλο όγκο γραπτών, που τα περισσότερα επιβίωσαν, παρά τις σποραδικές προσπάθειες των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχών να τα καταστρέψουν κι έτσι, κατόρθωσα να ελέγξω τις εκκλησιαστικές πηγές αντιπαραβάλλοντας τες όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τα γραπτά πολλών χιλιαστών προφητών. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συλλογής και αντιπαραβολής, αποτίμησης και ανα-αποτίμησης πολύ μεγάλου όγκου μαρτυριών. Αν σε γενικές γραμμές η εξιστόρηση δεν κομπιάζει, ο λόγος είναι ότι, σχεδόν όλες οι μείζονες αμφιβολίες και απορίες που ανέκυψαν στην πορεία, απαντήθηκαν πριν τελειώσει το έργο. Εξυπακούεται ότι επισημαίνω τα σημεία στα οποία εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα.

Norman Cohn
«Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού: Χιλιαστές Επαναστάτες και Μυστικιστές Αναρχικοί του Μεσαίωνα»
Εκδόσεις Νησίδες,2006,
σελ.11-14

Ετικέτες

Norman Cohn - Ιωακείμ της Φλόρας - φασισμός & μαρξισμός.




Στο διάβα του 13ου αιώνα, εμφανίστηκε και μια άλλου είδους εσχατολογία, παράλληλα προς τις εσχατολογίες που προέρχονταν από την Αποκάλυψη και από τις Σιβυλλικές προφητείες —παράλληλα προς αυτές αρχικά, αλλά που δεν άργησε να συγχωνευτεί μ' αυτές. O επινοητής τού καινούριου συστήματος προφητειών, που έμελλε να έχει την μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρώπη μέχρι την εμφάνιση τού μαρξισμού, ήταν ο Ιωακείμ τής Φλόρας (1145-1202). Αφού πρώτα πέρασε πολλά χρόνια μελετώντας εμβριθώς τις Γραφές, αυτός ο καλαβριανός αββάς και ερημίτης δέχθηκε, κάπου ανάμεσα στο 1190 και το 1195, μιαν έμπνευση, που φάνηκε να φανερώνει μέσα στις Γραφές ένα κρυφό νόημα απαράμιλλης προγνωστικής αξίας.

Η άποψη ότι οι Γραφές κατείχαν ένα κρυφό νόημα ήταν κάθε άλλο παρά καινούρια• οι πατροπαράδοτες εξηγητικές μέθοδοι άφηναν πάντα μεγάλα περιθώρια σε αλληγορικές ερμηνείες. Το καινούριο στοιχείο ήταν ότι οι μέθοδοι αυτές μπορούσαν να εφαρμοστούν όχι μόνο για ηθικό δίδαγμα ή για δογματικούς σκοπούς, αλλά σαν μέσον για να καταλάβουμε και να προβλέψουμε την εξέλιξη της ιστορίας. Ο Ιωακείμ ήταν πεπεισμένος πως είχε βρει ένα κλειδί, το οποίο, όταν εφαρμοζόταν στα γεγονότα και τα πρόσωπα τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης, ιδίως δε στην Αποκάλυψη, του έδινε την δυνατότητα ν' αντιληφθεί στην ιστορία ένα πρότυπο και ένα νόημα και να προφητεύσει με λεπτομέρειες τα μελλοντικά της στάδια. Γιατί στην εξήγηση των Γραφών, ο Ιωακείμ επεξεργάστηκε μιαν ερμηνεία της ιστορίας ως άνοδο δια μέσου τριών διαδοχικών εποχών, που στην καθεμιά τους δέσποζε ένα από τα Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας. Η πρώτη εποχή ήταν η Εποχή τού Πατρός ή του Νόμου• η δεύτερη εποχή ήταν η Εποχή τού Υιού ή τού Ευαγγελίου- η τρίτη εποχή θα ήταν η Εποχή τού Πνεύματος κι αυτή θα ήταν σε σχέση με τις προηγούμενές της ό,τι το μεσημεριάτικο φως σε σύγκριση με το φως των άστρων και την χαραυγή, ό,τι το κατακαλόκαιρο σε σύγκριση με τον χειμώνα και την άνοιξη. Αν η πρώτη εποχή ήταν μια εποχή φόβου και δουλείας και η δεύτερη μια εποχή πίστης και υικής υπακοής, η τρίτη θα ήταν μια εποχή αγάπης, χαράς και ελευθερίας, όταν η γνώση τού Θεού θα φανερωνόταν άμεσα στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Η Εποχή του Πνεύματος θα είναι το Σάββατο ή ο καιρός ανάπαυσης της ανθρωπότητας. Τότε ο κόσμος θα είναι ένα πελώριο μοναστήρι, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι θα είναι διαλογιζόμενοι μοναχοί, βυθισμένοι στην μυστικιστική έκσταση και ενωμένοι στην εξύμνηση των εγκωμίων του Θεού. Και αυτή η καινούρια εκδοχή του Βασιλείου των Αγίων θα διαρκέσει μέχρι την Εσχάτη Κρίση.

Ο Ιωακείμ δεν ήταν συνειδητά ανορθόδοξος και δεν είχε καμία επιθυμία να υπονομεύσει την Εκκλησία. Με την ενθάρρυνση τριών Παπών κατέγραψε τις αποκαλύψεις, με τις οποίες τον ευνόησε ο Θεός. Και μολαταύτα, η σκέψη του είχε επιπτώσεις, που ήταν δυνητικά επικίνδυνες για την δομή της ορθόδοξης μεσαιωνικής θεολογίας. Η άποψή του για την τρίτη εποχή αδυνατούσε να συμφιλιωθεί πραγματικά με την αυγουστίνεια άποψη ότι πραγματώθηκε το Βασίλειο τού Θεού, όπως μπορεί να πραγματωθεί ποτέ «οτι σ' αυτήν την γη, την στιγμή που γεννήθηκε η Εκκλησία και ότι δεν θα υπήρχε ποτέ Χιλιετής Βασιλεία του Θεού άλλη από τούτην εδώ. Όσο προσεκτικός κι αν ήταν ο Ιωακείμ απέναντι στα δόγματα, τους ισχυρισμούς και τα συμφέροντα τής Εκκλησίας, είχε πράγματι διαδώσει έναν καινούριου τύπου χιλιασμό —και επί πλέον, έναν χιλιασμό τον οποίο οι μέλλουσες γενεές έμελλε να επεξεργαστούν πρώτα με μιαν αντιεκκλησιαστική και αργότερα με μια καθαρά κοσμική έννοια.

Γιατί η μακροπρόθεσμη, έμμεση επιρροή των εικοτολογιών τού Ιωακείμ μπορεί να ιχνηλατηθεί ως τις μέρες μας, και το πιο καθαρά σε ορισμένες «φιλοσοφίες τής ιστορίας», τις οποίες εμφαντικά αποδοκιμάζει η Εκκλησία. Με όση φρίκη και αν έβλεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο ο απομονωμένος μας μυστικιστής, είναι αλάθητα η Ιωακείμια φαντασίωση των τριών εποχών αυτό που επανεμφανίστηκε, λόγου χάρη, στις θεωρίες τής ιστορικής εξέλιξης, τις οποίες εξέθεσαν οι φιλόσοφοι τού Γερμανικού Ιδεαλισμού Λέσινγκ, Σέλινγκ, Φίχτε και ως έναν βαθμό ο Χέγκελ- στην άποψη τής ιστορίας τού Αύγουστου Κοντ, που έβλεπε μιαν άνοδο από την θεολογική δια μέσου τής μεταφυσικής στην επιστημονική φάση• και πάλι στην μαρξιστική διαλεκτική των τριών σταδίων —πρωτόγονου κομμουνισμού, ταξκής κοινωνίας κι ενός τελικού κομμουνισμού, που θα είναι το βασίλειο τής ελευθερίας και στον οποίο θα μαραθεί το κράτος. Και δεν αληθεύει λιγότερο —κι ας είναι ακόμα πιο παράδοξο— ότι η έκφραση «το Τρίτο Ράιχ», που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1923 από τον δημοσιογράφο Μαίλερ βαν ντεν Μπρουκ και υιοθετήθηκε αργότερα ως όνομα για κείνη την "νέα τάξη" που υποτίθεται πως θα διαρκούσε χίλια χρόνια, θα είχε μόνο μικρή συναισθηματική σημασία, αν η φαντασίωση μιας τρίτης και πάρα πολύ ένδοξης κατάστασης πραγμάτων δεν είχε γίνει, στο διάβα των αιώνων, κοινός τόπος στην ευρωπαϊκή κοινωνική μυθολογία.

Αυτό που εντυπωσιασε τους ανθρώπους του 13ου αιώνα, ήταν προ πάντων η αφήγηση του Ιωακείμ για το πώς και πότε έμελλε ο κόσμος να υποστεί αυτήν την τελική μεταμόρφωση. Στην Ιωακείμια αντίληψη της ιστορίας, κάθε εποχής προηγείται μια περίοδος επώασης. Η επώαση της πρώτης εποχής είχε διαρκέσει από τον Αδάμ μέχρι τον Αβραάμ, της δεύτερης από τον Ηλία μέχρι τον Χριστό- όσο για την τρίτη εποχή, η επώασή της είχε αρχίσει με τον Άγιο Βενέδικτο και πλησίαζε στο τέλος της όταν ο Ιωακείμ συνέθετε τα έργα του. Κατά τον Άγιο Ματθαίο, μεσολαβούν σαρανταδύο γενεές ανάμεσα στον Αβραάμ και τον Χριστό και καθώς η Παλαιά Διαθήκη ήταν πρότυπο για όλα τα κατοπινά γεγονότα, η περίοδος ανάμεσα στην γέννηση του Χριστού και την εκπλήρωση της τρίτης εποχής πρέπει κι αυτή να διαρκέσει σαρανταδύο γενεές. Θεωρώντας την κάθε γενεά τριάντα χρόνια, ο Ιωακείμ κατόρθωσε να τοποθετήσει την κορύφωση τής ανθρώπινης ιστορίας ανάμεσα στα έτη 1200 και 1260. Στο μεταξύ, όμως, ο δρόμος έπρεπε να ισιώσει- και αυτό θα το πετύχαινε ένα καινούριο τάγμα μοναχών, που θα κήρυτταν το καινούριο ευαγγέλιο σ' ολόκληρο τον κόσμο.

Από τις τάξεις τους θα έβγαιναν δώδεκα πατριάρχες, που θα προσηλύτιζαν τους Εβραίους, και ένας υπέρτατος δάσκαλος, novus dux, που θα απομάκρυνε όλη την ανθρωπότητα από την αγάπη των γήινων πραγμάτων και θα την οδηγούσε στην αγάπη των πραγμάτων του πνεύματος. Κατά τα τρεισήμιση χρόνια πριν από την εκπλήρωση τής τρίτης κατάστασης, θα εγκαθίδρυε την βασιλεία του ο Αντίχριστος. Αυτός θα ήταν ένας κοσμικός βασιλέας, που θα τιμωρούσε την διεφθαρμένη και εγκόσμια Εκκλησία ώσπου να την καταστρέψει στην παρούσα μορφή της. Μετά την ανατροπή αυτού τού Αντίχριστου, θα ερχόταν στην πληρότητά της η Εποχή τού Πνεύματος.


Norman Cohn
«Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού: Χιλιαστές Επαναστάτες και Μυστικιστές Αναρχικοί του Μεσαίωνα»
Εκδόσεις Νησίδες,2006,
σελ.111-113

Ετικέτες

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

Λ.Καμπερίδης – Καλοκαίρια στο Lac La Belle

Επρεπε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της ζωής μου για να καταλάβω πώς αυτή η ελευθερία από το φόβο είναι το μόνο πού μας κάνει να διαφέραμε από τους άλλους που πιστεύουν στο Θεό, σε Αυτόν που τον συλλαμβάνουν με το νου τους, όχι μόνο ως Αλλάχ ή ως Γιαχβέ, αλλά και ως Ίησούν Έσταυρωμένον, και παράλληλα προχωρούνε με κανόνες στα χέρια, με νόμους στο μυαλό, με δεσμά στην καρδιά τους, με το φόβο μήπως και παραστρατήσουν και προδώσουν κανένα από τα χαντίθ του Μωάμεθ, κανένα από τα πολύπλοκα νο­μικά διατάγματα της Τορά. Από αυτόν ακριβώς τον ασφυκτικό φόβο του νόμου μας απελευθέρωσε η Ορθοδοξία. Ούτε φοβήθηκε ποτέ ή πίστη μας την αρετή και την τόλμη της ελευθερίας. Πήρε ελεύθερα από όλους, πλούτισε σε δόξα και τιμή η ίδια, και έκανε πλούσιους και τους δανειστές της.

Από τους Πέρσες δανείστηκε το συμβολισμό του φωτός και από το Μίθρα το φωτοστέφανο της δόξης, από τους Έλληνες ρητορικά σχήματα λόγου και το πάθος της ερευνάς, από τους Εβραίους την υμνολογία, από τους Σύρους το θόλο των ναών ούτε φοβήθηκε να ιστορήσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στους νάρθηκες των ναών της, όπως φοβούνται πολλοί να τους αγγί­ξουν μήπως και μολυνθούν, επειδή δεν ήταν χριστιανοί. Και, σκάν­δαλο για τους ορθόδοξους πατριώτες του καιρού μας, ακόμα και το βίο του Μποντισάτβα Βούδα πήρε από τους Ινδούς και τον παρέ­δωσε -κατά την παράδοση- στα χέρια του Άραβα ορθόδοξου αγίου Ιωάννου Μανσούρ του Δαμασκηνού. Επειδή η πίστη μας δεν έχει σύνορα, και αυτοί που τη βάζουν μέσα σε εθνικά όρια παραβιάζουν το ελεύθερο της φύσης της, και ακόμα χειρότερα, την ελευθερία του θεού και του δικού τους έαυτού. Και η δική μας ευθύνη είναι να είμα­στε οι μάρτυρες της παντού όπου μας έχουν ρίξει οι ιστορικές συν­θήκες της ζωής μας. Η αλήθεια δεν έχει να φοβηθεί τίποτα· ούτε την παρουσία μας εδώ και την απουσία μας από τις παραδοσιακές χώρες της ορθοδοξίας, ούτε τα αγγλικά στη λειτουργία, ούτε τους νεωτερισμούς της έκκοσμικευμένης σκέψης.

Ο π. Γ.Φλορόφσκυ έλεγε πώς δεν υπάρχει νεωτερισμός και παράδοση, ανατολή και δύση, πα­λαιό και νέο. Υπάρχει μόνο το αληθινό και το ψεύτικο, και όλη η περιπέτεια της ανθρώπινης διανόησης συνοψίζεται στη διάκριση με­ταξύ αυτών των δύο.

Λάμπρος Καμπερίδης

«Δός μοι τούτον τον ξένον»
Εκδ.Ίνδικτος, 2006
Σελ. 230

Ετικέτες

Τρίτη, Οκτωβρίου 11, 2011

Daniel Bell – Μια τελική παρατήρηση για τη θρησκεία.



Ο Προλογός μου στην έκδοση του 1978 αυτού του βιβλίου κατέληγε με μια τελική παρατήρηση για τη θρησκεία. Το ίδιο και τούτος ο Επιλόγος. Οι θρησκείες, καθ' εαυτές καί αφ' εαυτών, μπορούν να είναι σκληρές και άτεγκτες, όπως έχουμε διαπιστώσει από την Ιερά Εξέταση ως τον φετφά του Άγιατολάχ Χομεϊνί για τον Salman Rushdie. Όλες τους ενσαρκώνουν τις διεκδικήσεις των πιστών επί απολύτων καί αποκλειστικών αληθειών. Όλες τους επικαλούνται το όνομα του Θεού. Άλλα το θεμελιώδες γεγονός είναι πώς δεν ξέρουμε ποιος μιλάει με τον Θεό.

Κατ' έμέ, θρησκεία δεν είναι η σφαίρα του Θεού ή των θεών. Είναι η αίσθηση, μια αναγκαία αίσθηση, του ιερού, αυτού πού βρίσκεται πέρα από μας και δεν μπορούμε να το υπερβούμε. Στον ιουδαϊσμό υπάρχει ή έννοια του Havdolah, του διαχωρισμού, ενός διαχωρισμού τον οποίο επικαλούνταν ο Emile Durkheim, απόγονος ο ίδιος μιας σειράς ραββίνων — του διαχωρισμού του ιερού από το ανίερο, του υπερβατικού από το εγκόσμιο, του φωτεινού από το σκοτεινό. Μια από τις κατηγορίες που διατύπωσα εναντίον του καπιταλισμού και του μοντερνισμού είναι οτι στο αχόρταγο τους κομμάτιασμα όλων των δεσμών δεν υπήρξε «τίποτα ιερό». Η αποτυχία του καπιταλισμού και τώρα του μεταμοντερνισμού να καθιερώσουν όρια παραβάσεως —κάτι πού θα έκανε μια θεωρία φυσικού δικαίου— δείχνει οτι οι πολιτιστικές αντιφάσεις τόσο του καπιταλισμού όσο και του μεταμοντερνισμού παραμένουν.
Στη Δύση, στην οικονομική και στην πολιτιστική σφαίρα, η προτεσταντική ηθική (ένας μύθος τώρα πλέον) έχει κατανικηθεί από την κτητικότητα, και ο μοντερνισμός έχει καταλήξει στο τέλμα του μεταμοντερνισμού και του «ΡοΜο». Στο αντιμάμαλο της παγκόσμιας οικονομίας, ο καπιταλισμός έχει τώρα σπρωχθεί ανατολικά προς τον Ειρηνικό, όπου ένα καινούργιο ρεύμα κτητικότητας (και ανισοτήτων) και μια ιδεολογία νεο-κομφουκιανισμού (και πολιτικού εθνικισμού) έχουν γίνει οι επίσημες σφραγίδες μιας νέας εποχής. Το να επιμένουν περήφανα σ' ένα ιστορικό στάδιο μπορεί ν' αποτελεί προσώρας ένα αρκετά ικανοποιητικό επίτευγμα για εκείνα τα ασιατικά έθνη — αν και η διαγραφόμενη δύναμη της Κίνας ενδέχεται να προαγγέλλει μιαν απειλή. Αλλά το βαθύτερο ερώτημα παραμένει: Εάν δεν μπορεί πλέον κανείς να καταφύγει στη παράδοση και τη θρησκεία, τι άλλο θ' απομείνει από την οικονομική δύναμη και τον πολιτιστικό συγκρητισμό γι' αυτούς τους «νέους» πολιτισμούς, αν όχι κάποιες επιπρόσθετες αντιφάσεις του καπιταλισμού;

Ντάνιελ Μπέλ
«Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης»
Εκδόσεις Νεφέλη 1999 – Σελ.379

Ετικέτες

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011

π.Ν.Λουδοβίκος:Η Επιθυμία στην Ψυχανάλυση και την Θεολογία.



[…]Είναι αυτό ακριβώς πού προκαλεί την επιθυμία, είναι το έναυσμα σε μένα της επιθυμίας, κάτι πού επιθυμεί ό Άλλος μυστηριωδώς και προσπαθώ εγώ να το βρω. Αυτό καταλαβαίνετε τί ακριβώς είναι, αν αίφνης διαβάσετε το Συμπόσιο του Πλάτωνα και δείτε εκεί να μιλά ό Αλκιβιάδης για τον Σωκράτη. Αυτή ή γοητεία του Σωκράτη, το «άγαλμα» αυτό πού έχει ό Σωκράτης και σαν τρελός από έρωτα ό Αλκιβιάδης συνέχεια τρέχει γύρω-γύρω του, σαν την μύγα γύρω από το φως. Τι έχει ό Σωκράτης; Μια γοητεία. Ό Σωκράτης αποφεύγει τον Αλκιβιάδη ψυχρά, αδιαφορεί. Ό Αλκιβιάδης παραληρεί λέγοντας ότι «είναι ο ερωτικότερος άνθρωπος πού είδα ποτέ».

Ό Σωκράτης δεν του δίνει την παραμικρή σημασία. Είναι το αντικείμενο μικρό α, είναι το αντικείμενο της επιθυμίας του Σωκράτη το οποίο παραμένει μυστηριωδώς αινιγματικό και άγνωστο, άλλα είναι αρκετό ώστε να γεμίσει την ψυχή του Αλκιβιάδη και επομένως να τον κάνει επιθυμούν υποκείμενο. Με τον τρόπο αυτό ό Σωκράτης έχει δέσει τον έρωτα με την παιδαγωγική. Ό Σωκράτης είναι ένας μεγάλος γητευτής, ένας πολύ ερωτικός άνθρωπος. Ξέρει δηλαδή να κρατάει την επιθυμία του σε αινιγματική απομόνωση και ξέρει αυτό πού ο Lacan το έμαθε μετά από πάρα πολλά χρόνια, ότι στα όριά της η ανθρώπινη επιθυμία δεν έχει αντικείμενο.

Πάρα πολύ σημαντικό θεολογικά κι αυτό. Τώρα θα δείτε γιατί.[…]

[…]Διότι η επιθυμία του ανθρώπου στην ουσία της είναι μία επιθυμία άπειρη.

Εδώ εγώ συναντώ τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Ακούστε ένα κείμενο εδώ: «Θέλημα φασιν είναι φυσικόν, ήγουν θέλησιν». Τι είναι φυσικό θέλημα; Σημειώστε ότι ο Μάξιμος πρώτη φορά μιλάει για την λέξη θέλημα. Η λέξη βούληση είναι γνωστή στην φιλοσοφική παράδοση. Η λέξη θέλημα είναι εντελώς άγνωστη στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση. Την χρησιμοποιούν μόνον οι ποιητές και οι δημώδεις συγγραφείς. Στην φιλοσοφία μόνο η λέξη «βούληση» είναι γνωστή. Εάν θέλαμε να μεταφράσουμε την λέξη θέλημα του Μαξίμου με σημερινό λόγο, δεν θα λέγαμε θέλημα, θα λέγαμε ίσως καημός. Ο άγιος Μάξιμος κάνει αυτό το τόλμημα, δεν του φθάνει η φιλοσοφική ορολογία και φτιάχνει μια λέξη δική του σε φιλοσοφική και θεολογική χρήση, τη λέξη φυσικό θέλημα, για να το προσδιορίσει μάλιστα αυτό το θέλημα ως κέντρο και ουσία του ανθρώπου! Με λακανική ορολογία το φυσικό θέλημα είναι η επιθυμία. Είναι ο βαθύς καημός του ανθρώπου. Δεν ξέρω πώς θα το 'λεγα αυτό στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Λέει ο Μάξιμος: «θέλημα φασιν είναι φυσικόν», καημός του ανθρώπου θα λέγαμε σήμερα, «δύναμις του κατά φύσιν όντος ορεκτική». Μία δύναμη λέει πού ζητά την πληρότητα της κατά φύση υπάρξεως του, «και των ουσιωδώς τη φύσει προσόντων συνεκτική πάντων ιδιωμάτων», και συνεκτική, πού συνέχει δηλαδή αυτή ή δύναμη όλα τα προσόντα τα οποία ουσιωδώς, κατ' ουσίαν, ανήκουν στη φύση. «Τούτω συνεχόμενη φυσικώς η ουσία», συνεχόμενη η λογική ύπαρξη με αυτό το είδος του θελήματος, του καημού, «του τε είναι και ζην και κινείσθαι, κατ' αίσθησίν τε και νουν ορέγεται, της οικείας εφιεμένη φυσικής και πλήρους όντότητος».[…]

π. Νικόλαος Λουδοβίκος
«ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
Εκδόσεις Αρμός, 2003.
Σελ. 28-29,32-33

Ετικέτες

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

f. Nikolaos Loudovikos : TOWARDS A THEOLOGY OF PSYCHOTHERAPY



I believe the time has come to consider as an utmost priority the crucial need for a spiritual grounding of psychotherapy. Psychotherapy, in its contemporary form, constitutes an anthropological enterprise which intentions, in the West, have, for some time now, transcended the confines of a mere therapeutic intervention into behaviour and -through its many «Schools» - beacons expectantly for participation in a quest which deals with the very being of Man and the Cosmos. It even purports to present a practically holistic interpretation of Man, his destiny and civilization (culture) (for people like Karl Gustav Jung or Karen Horney have shown us, for example, that neuroses have to do with the very foundations of the identity of a civilization). Thus, it is important to point out that in this holistic approach, which also aims at an absolutely practical, empirical intervention into the Being of Man, psychotherapy becomes once again precisely «theological». To wit, this reminds us of what was always unconsciously present in this quest, aside from incidental «metaphysical» fabrications attributed to psychotherapy from time to time: the archetypal Christian Theology itself as a direct attempt to assume the suffering and fragmented human being as his «salvation».

Download full text document here.

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker