Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Παναγιώτης Κονδύλης – «Τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Image Hosted by ImageShack.us


Ερώτηση:
Τι σημασία έχει η οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Αποτελεί ένα χρήσιμο ηθικό πρόταγμα ή τρόπο νομιμοποίησης ιδεολογικά φορτισμένο πού σε πολλές περιπτώσεις δεν δέσμευσε τα κράτη πού την υπέγραφαν;

Απάντηση:
Οι διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα τέλη του 18ου αιώνα ως σήμερα σημαδεύουν μιαν Ιστορική τομή, η οποία αρχικά επιτελείται στη σφαίρα του δυτικού πολιτισμού. H ανθρωπολογία υποκαθιστά τη θεολογία, τελειώνει η βασιλεία του Θεού και αρχίζει η βασιλεία του Ανθρώπου ως δημιουργού του ιστορικού σύμπαντος. Καθώς ο Ανθρωπος υποκαθιστά τον Θεό, παίρνει αναγκαστικά ορισμένα του γνωρίσματα, δηλαδή θεωρείται απόλυτη αύταξία, πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, φορέας απαράγραπτων δικαιωμάτων. Άν όμως ο Άνθρωπος διαδέχθηκε τον Θεό, η απόσταση ανάμεσα σε ιδεολογία και πραγματικότητα δεν μειώ­θηκε καθόλου. Η παντοδυναμία του Θεοΰ διόλου δεν εξασφάλιζε την καθολική ισχύ του «αγαπάτε αλλή­λους», και η οικουμενικότητα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» διόλου δεν επηρεάζει εξ ίσου και κατά την αυτή έννοια τη ζωή όλων των ανθρώπων. Γιατί όπως το συγκεκριμένο περιεχόμενο και οι συγκεκριμέ­νες εφαρμογές του «αγαπάτε αλλήλους» προσδιορίζο­νταν δεσμευτικά από συγκεκριμένα κυρίαρχα υποκεί­μενα, έτσι και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» έχουν τους κυρίαρχους και δεσμευτικούς ερμηνευτές τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω του στόλου και της αε­ροπορίας τους, ορίζουν δεσμευτικά τα «ανθρώπινα δι­καιώματα» στη Βοσνία, όμως οι Βόσνιοι δεν μπορούν να ορίσουν δεσμευτικά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», π,χ. να επιβάλουν την κατάργηση της θανατικής ποινής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το πολύ ανθρώπινο δι­καίωμα να αντιμετωπίζουν διαφορετικά τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, μολονότι η κατάσταση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στις δύο αυτές χώρες ελάχιστα αποκλίνει.

Κοντολογής: η πολιτική εκμε­τάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δηλαδή η χρήση τους ως μέσου πίεσης καί επέμβασης είναι αναπόδραστη ήδη λόγω του γεγονότος ότι τέτοια «δικαιώματα» μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυρότερους πάνω στους ασθενέστερους, όμως στην αντίστροφη περίπτωση δεν είναι δυνατή καί λειτουργι­κή καμμία θεσμική διευθέτηση. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μετατρέπονται έτσι σε πολιτικό εργαλείο μέσα σε μια πλανητική κατάσταση, ή πυκνότητα της οποίας καθιστά βέβαια απαραίτητη τη χρήση οικούμενιστικών ιδεολογημάτων, μέσα στην οποία όμως η δεσμευτική ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών ενα­πόκειται πάντα στίς διαθέσεις καί στα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» υπό­κεινται στην έπαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κα­τάστασης καί αντικατοπτρίζουν τίς αντιφάσεις καί τις εντάσεις πού σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία. Γι' αυτό ο αγώνας για την ερμηνεία τους αναγκαστικά θα μετατραπεί σ' έναν αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από τα όσα θεω­ρεί εκάστοτε ό καθένας τους ως δικό του αναφαίρετο δικαίωμα.

Αυτός ο αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει από καιρό ανάμεσα σε «Βορρά» και «Νότο» ή «Δύση» και «Ανατολή», και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του «Νότου» ή της «Ανατολής» ερμηνεύουν όχι τυπικά, αλλά υλικά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», απαιτώντας μιαν ουσιαστική ανακατα­νομή του παγκόσμιου πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέ­ρει η ηθική των χορτασμένων.

Θέτω την έκφραση «ανθρώπινα δικαιώματα» εντός εισαγωγικών, γιατί σήμερα τέτοια δικαιώματα υπάρ­χουν στο χαρτί, στο κεφάλι φιλοσόφων ή στα χείλη προπαγανδιστών, όχι όμως στην πραγματικότητα. Υπάρχουν «κράτη δικαίου», όμως δεν υπάρχουν «αν­θρώπινα δικαιώματα», αν νοήσουμε τον όρο στην κυ­ριολεξία του. Ως ανθρώπινο δικαίωμα επιτρέπεται να θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβά­νουν όλοι οί άνθρωποι μόνο καί μόνο επειδή είναι άν­θρωποι, δηλαδή χωρίς τη διαμεσολάβηση έξουσιαστικών αρχών και συλλογικών υποκειμένων (π.χ. εθνών και κρατών), που, από εννοιολογική και φυσική άπο­ψη, είναι στενότερα από την ανθρωπότητα ως σύνολο. Επιπλέον, ένα γνήσιο ανθρώπινο δικαίωμα θα πρέπει να ισχύει και να απολαμβάνεται παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι, δηλαδή παντού όπου επιθυμεί να εγκατα­σταθεί καθένας. Ώστε σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα δίχως απεριόριστη ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης και δίχως αυτό­ματη νομική εξίσωση όλων των ατόμων με όλα τα άτομα χάρη στην οικουμενική ισχύ μιας ενιαίας νομο­θεσίας. Όσο ο Αλβανός π.χ. δεν έχει στην Ιταλία καί στην Ελλάδα ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τον Ιταλό και τον Ελληνα, μπορούμε να μιλάμε stricto sensu για πολιτικά και αστικά, όχι για ανθρώπινα δικαιώματα.

Η κατάσταση στον σημερινό κόσμο είναι σαφής: δεν επιτρέπεται σε όλους τους ανθρώπους, υπό μόνη την ιδιότητα τους ως ανθρώπων, να κατέχουν όλα τα δικαιώματα (είτε αυτά λέγονται πολιτικά καί αστικά, είτε λέγονται ανθρώπινα), ανεξάρτητα από το που γεννιούνται ή το που βρίσκονται. Ανθρώπινα δι­καιώματα, τα όποία θα άξιζαν πράγματι αυτό το όνομα, θα μπορούσε να χορηγήσει μονάχα ένα παγκόσμιο κράτος, προς το όποίο όλα τα άτομα θα βρίσκονταν σε άμεση και ίση σχέση, δηλαδή θα αποκτούσαν άμεσα όλα τους τα δικαιώματα απ' αυτό ως τον εκπρόσωπο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μόνον όποιος εκπρο­σωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί και να θεωρήσει τον κάθε άνθρωπο υπό μόνη την ιδιότητα του ως ανθρώπου, ανεξάρτητα από φυλετικά ή εθνικά κατηγορήματα, και να του χορηγήσει ανθρώπινα δι­καιώματα. Η ανυπαρξία τέτοιων δικαιωμάτων επιβεβαιώνεται άλλωστε καθημερινά από την πολιτική, νομική καί αστυνομική πρακτική της ίδιας της Δύσης, η οποία, παρακάμπτοντας τίς οδυνηρές λογικές συνέπειες της ίδιας της της προπαγάνδας, ασκεί τα «ανθρώπινα δικαιώματα» πάντοτε υπό την επιφύλαξη των (εθνι­κών, ευρωπαϊκών κ.λπ.) κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Κάθε κυρίαρχη αρχή έχει εδώ το δικαίωμα να συλ­λαμβάνει ανθρώπους από άλλες χώρες μόνο καί μόνο επειδή αυτοί εισέρχονται ή παρεπιδημούν δίχως άδεια στην επικράτεια της, όμως δεν έχει π.χ. το δικαίωμα να τους δέρνει, γιατί η ίδια διακηρύσσει το ανθρώπινο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας - λες και η σύλληψη καθ' εαυτήν δεν αποτελεί eo ipso άρση του δικαιώματος του ανθρώπου να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει! Με αυτήν τη συνταγή η Δύση νομίζει ότι «δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», όμως το κάνει με αντίτιμο τη λαθραία εισαγωγή των αρχών και της πρακτικής του «κράτους δικαίου» μέσα στον χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι παράνομοι μετανά­στες απελαύνονται βέβαια σύμφωνα με τις (μεταβλη­τές) διατάξεις του «κράτους δικαίου», όχι όμως επειδή δεν είναι άνθρωποι, αλλά επειδή δεν είναι Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοί κ.λπ. Στην κρίσιμη αυτή περί­πτωση αποφασιστικό αποδεικνύεται το κριτήριο της εθνικότητας κι όχι η καθιερωμένη ρητορική των «αν­θρωπίνων δικαιωμάτων». Μπορεί ωστόσο να προβλέ­ψει κανείς ότι ακόμα και αυτή η ρητορική θα υποχω­ρήσει, στον βαθμό όπου η Δύση θα διαπιστώσει ότι τα κηρύγματα της θα τη φορτώσουν με βάρη που δεν μπορεί να σηκώσει.

Παναγιώτης Κονδύλης
«Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης»
Εκδ. Νεφέλη, 1998.
Σελ. 116-121

Ετικέτες

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

Παναγιώτης Κονδύλης – Μελαγχολία και Πολεμική.

Image Hosted by ImageShack.us


Από τον δανδή, που αποφεύγει την κοινωνία και αποζητά το σαλόνι, διαφοροποιείται ο αναχωρητής, πού απογοητευμένος από την πορεία του κόσμου ανακαλύπτει τη σοφία στη φροντίδα του κήπου του ή πάλι αποτραβιέται ως ασκητής και προφήτης στην έρημο και από εκεί εξαπολύει τους μύδρους του ενάντια στην αμαρτωλή τροπή της ζωής του λαού του. Στην τελευταία περίπτωση, το αντίστοιχο της μελαγχολίας δεν είναι πλέον η καλλιεργημένη πολυσήμαντη ειρωνεία, αλλά ο μελετημένος σαρκασμός πού κορυφώνεται σε ιερή οργή, γιατί στη θέση του επιπόλαιου ανηθικισμού του δανδή κάνει την εμφάνιση του ένας αυστηρός, βαθιά δύσπιστος και μονίμως άγρυπνος ήθικισμός. Καθώς το ηθικό αίτημα είναι απόλυτο, η επαφή με την εκάστοτε συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην απελπισία, καί το πέρασμα από τη μελαγχολία στην απελπισία συντελείται αυτόματα μαζί με το πέρασμα από την απελπισία στην επιθετικότητα του τιμητή. Όμως τιμητής έχει δικαίωμα να είναι, βέβαια, μόνο όποιος νιώθει τη συνείδηση του απαλλαγμένη από βάρη. Γι' αυτόν τον λόγο ο προφήτης (όσο παραμένει προφήτης, δηλ. όσο αγαπάει την έρημο περισσότερο από την τύρβη της πολιτικής) δεν μπορεί να βρει αυθεντικούς συνοδοιπόρους, και κατά βάθος ούτε καί θέλει: η φωνή του ορθού φρονήματος ακούγεται δυνατότερα και καθαρότερα όταν βγαίνει από ένα και μοναδικό στόμα.

Σε αυτό το σημείο χωρίζουν oι δρόμοι του μοναχικού προφήτη από εκείνους του πολιτικού επαναστάτη, o oποίος είναι αναγκασμένος να στηριχτεί στη συλλογική δράση. Ανάλογα διαφοροποιείται και η κοινωνική άποβλεπτικότητα της μελαγχολίας. Αυτήν δεν τη γεννάει τώρα το θέαμα της γενικής ηθικής κατάντιας, που ενδεχομένως να κατέληγε σε μια εξ ίσου γενική θρηνολογία για την ανθρώπινη διαφθορά, αλλά μάλλον η σύγκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι σήμερα ο άνθρωπος και η κοινωνία και σε ό,τι θα μπορούσαν, και μάλιστα θα όφειλαν να είναι, αν είχαν μπορέσει να εξελιχτούν σύμφωνα με την αληθινή φύση καί τον αληθινό προορισμό τους. Η μελαγχολία αντιστοιχεί λοιπόν σε μια απώλεια ή πάντως σε μια έλλειψη, πού μελλοντικά θα αντισταθμιστεί, αλλά μέχρι τότε χρησιμεύει ως μέτρο προσφυές για την αποτίμηση της παρουσίας του κάκου στην κοινωνία. Εδώ κάνει την εμφάνιση της ή τυπική αντιδιαστολή Είναι και Δέοντος, ιδεώδους και πραγματικότητας, ως μοχλός επαναστατικής αλλαγής της τελευταίας. Η πεποίθηση πώς κάθε άνθρωπος είναι δυνητικά φορέας του Δέοντος και του ιδεώδους επιτρέπει, ανεξάρτητα από τις γενικόλογες ηθικές αιτιάσεις, τη συγκέντρωση των πυρών της πολεμικής στα συγκεκριμένα κακώς κείμενα της κοινωνίας, και επομένως τη στρατολόγηση συμμάχων η οργάνων για τη δίκαιη υπόθεση από την πλειοψηφία εκείνων που στηλίτευε ο φλογερός αλλά απολιτικός προφήτης.

Παναγιώτης Κονδύλης
«Μελαγχολία και Πολεμική»
Εκδ. Θεμέλιο και κληρονόμοι Π.Κονδύλη.
Σελ. 183-184.

Ετικέτες

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker