Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008

Σωτήρης Γουνελάς – Η κρίση του Πολιτισμού.

Image Hosted by ImageShack.us


Επειδή βρισκόμαστε, όμως, εν μέσω... Ευρωπαϊκής Κοι­νότητος (και μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσεως) και, για να συνδέσω όλη αυτή την «εισαγωγική σύν­θεση» με τη σημερινή πραγματικότητα, θα παραθέσω εδώ έ­να απόσπασμα από κείμενο του γάλλου Αντρέ Ζίντ. Μέσα α­πό τα λεγόμενα του θα κατανοηθούν καλύτερα ως ένα βαθμό τα όσα λέγονται εδώ. Το κείμενο γράφτηκε στα 1923 με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το Μέλλον της Ευρώπης. Μιλώντας μ' έναν κινέζο διπλωμάτη ο Ζίντ τον ακούει να του λέει:

«... ο πολιτισμός σας, χωρίς αμφιβολία, ανέβασε τον άν­θρωπο πιο ψηλά άπ' όσο είχαμε ποτέ σκεφτεί ότι μπορούσε ν' ανέβει -υπό την έννοια της τεχνικής, αν μη τι άλλο-, κι έ­χετε δίκιο να πιστεύετε ότι αυτό άξιζε λίγες ρυτίδες. Το γε­γονός πού με εκπλήσσει είναι ότι ή θρησκεία σας, αυτή τουλά­χιστον πού ασκείτε, ο καθολικισμός, ο χριστιανισμός σας δί­δασκε τελείως άλλα πράγματα. Ο Χριστός δεν σας είπε επα­νειλημμένως ότι η ευτυχία γεννιέται με την άρνηση αυτού από το oποίο ακριβώς θ' αντλούσατε τη μεγαλύτερη δόξα και για το οποίο τόσο βασανίζεστε; Αυτή η κατάσταση παιδικότητας στην οποία επιμένει να σας επαναφέρει αυτή η άμεση και δι­αρκής ικανοποίηση, είναι εκείνη ακριβώς μέσα στην οποία ζούμε εμείς οι Κινέζοι, και πού τόσο λίγο γνωρίζουν οι κά­τοικοι του δικού σας κόσμου, ακόμη κι αυτοί πού αυτοαποκα­λούνται Χριστιανοί.

- Αυτό ακριβώς είναι πού έχει κατανοήσει η Εκκλησία, του είπα, και γι' αυτό αντιτάσσει στους νεωτερισμούς και στις μεταρρυθμίσεις, το σεβασμό και την αγάπη στην παράδοση και στο παρελθόν.

-Δε νομίζετε, συνέχισε, ότι όλα τα σημερινά δεινά της Ευρώπης προέρχονται από το γεγονός ότι, ενώ επέλεξε τον πολιτισμό, μένει προσκολλημένη σε μια θρησκεία πού τον αρνείται; Με ποιο τέχνασμα καταφέρνετε να συμφιλιώνετε αυτά τα δύο; Ζείτε σε μια κατάσταση συμβιβασμού· η ίδια η Εκκλησία, για να μη χάνει ούτε την επαφή, ούτε τη λεία, πειθαναγκάζεται να συνθηκολογεί υποχρεώθηκε να αναγνω­ρίσει όλη την εξέλιξη του πνεύματος, πράγμα πού την απο­μακρύνει όλο και περισσότερο από το γνήσιο πνεύμα του Ευ­αγγελίου. Αλλά από τη στιγμή πού ο χριστιανισμός δεν αρκέ­στηκε να φέρει στον κόσμο ένα σύστημα ηθικής, όπως έκαναν οι μεγάλοι μας σοφοί στην Ανατολή, άπ' τη στιγμή πού επέ­βαλε δόγματα, πού απαίτησε πίστη στα δόγματα, θρησκευτι­κή πίστη, και ζήτησε από τη λογική να υποταχθεί σ' αυτά, συναινούσε ταυτόχρονα στη σύγκρουση. Αν η λογική αντιτα­χθεί στο δόγμα -και νομίζω πώς αυτό ακριβώς συμβαίνει (αφού, αν δεν αντιτασσόταν, γιατί να απαιτείται Πίστη, εκεί όπου η απλή λογική και η ορθή σκέψη θα αρκούσαν)- η Εκ­κλησία αναγκάζεται να προσαρμοστεί στη λογική. Απ' αυτό ακριβώς είναι πού προφυλάχθηκαν ο Λάο-Τσέ, ο Κομφούκιος κι ο Σάκια-Μούνι, με το να αποφύγουν να στηρίξουν τη διδα­σκαλία τους σε μια βάση την οποία η λογική δεν θα προσέγ­γιζε παρά μόνο ως εχθρός, με το να μην την στηρίξουν σε τί­ποτα το υπερφυσικό και τέλος, με το να μη διαχωρίσουν πο­τέ την ηθική άπ' τη σοφία, ούτως ώστε, σε μας, ο πιο ενάρε­τος είναι ταυτόχρονα κι ο πλέον ορθολογιστής. Χάρη σ' αυτό, την ευδαιμονία πού εσείς ανάγετε στον ουρανό, εμείς την πραγματώνουμε στη γη.

Ταξίδεψα πολύ. Είδα μουσουλμάνους, βουδιστές… Είδα παντού τα ήθη, τους θεσμούς, την ίδια τη μορφή της κοινωνί­ας, όλα φτιαγμένα σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες, ναι, παντού· εκτός από τις χριστιανικές κοινωνίες. Το γεγο­νός ότι η θρησκεία πού λέει στους ανθρώπους: «Για ποιο πρά­γμα ανησυχείτε;», πού τους διδάσκει να μην κατέχουν τίποτα πάνω στη γη, ν' αλληλοβοηθούνται, ν' άλληλοαγαπιώνται, να μην επιθυμούν ποτέ να προσθέσουν ένα δάχτυλο στο ανάστη­μα τους και να στρέφουν το δεξιό τους μάγουλο σ' αυτόν πού τους χτύπησε το αριστερό, είναι εκείνη ακριβώς πού διαμόρ­φωσε τους πιο ανήσυχους λαούς, τους πιο πλούσιους, τους πιο μορφωμένους, τους πιο πολιτισμένους (όλα, μορφές πλού­του), τους πιο επιτήδειους, πολυμήχανους, εφευρετικούς, τους πιο ραδιούργους, ενεργητικούς και θορυβώδεις, συνεχώς κατειλημμένους από την επιθυμία να φουσκώσουν και να με­γαλώσουν, αυτούς εν τέλει τους λαούς για τους οποίους εκεί­νο πού εσείς ονομάζετε τιμή είναι το πιο ερεθιστικό κι αντι­τίθεται απόλυτα στη συγγνώμη και την άφεση... δεν συμφω­νείτε ότι υπάρχει σ' αυτό κάτι το παράξενο, μια παρεξήγηση, μια απάτη, εν πάση περιπτώσει, κάτι το ασύμφωνο πού σας οδηγεί στη χρεωκοπία ;

-Νομίζω, τόλμησα να πω, πώς υποψιάζομαι την κρυφή αίτια αυτής της ανακολουθίας πού τόσο σας εκπλήσσει, αλλά και την οποία εμείς έχουμε τόσο συνηθίσει ώστε να μη μας κάνει πλέον την παραμικρή εντύπωση: είναι το ότι, παρόλο πού φαίνεται εκ πρώτης όψεως, ο χριστιανισμός (κι ό καθολι­κός κάπως λιγότερο από τον προτεσταντισμό) είναι ένα σχολείο ατομικισμού· ίσως το τελειότερο σχολείο ατομικισμού πού ο άνθρωπος εφεύρε μέχρι σήμερα».*

Βέβαια το κείμενο αυτό δεν είναι ανάγκη να το πάρει κανείς τοις μετρητοίς. Ο Ζίντ είναι κάπως παιδί του Νίτσε και ο Νίτσε, όσο κι αν θέλουμε να τον διαβάσουμε θετικά ή να βρούμε ουσιαστικές πλευρές στο έργο του, δεν πρέπει να ξε­χνάμε ότι είναι πολέμιος μιας ολόκληρης παράδοσης. Ωστό­σο, φαίνεται στο κείμενο αυτό ή σταδιακή παρέκκλιση ή πα­ραμόρφωση ή διαστρέβλωση του Ευαγγελικού μηνύματος, παρέκκλιση πού σταδιακά οδήγησε τους λαούς στην απώλεια του Νοήματος της Ενανθρώπησης και της Εκκλησίας ή αν θέλετε του Μυστηρίου της Ζωής, όπως μας το παρέχει η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Πατερική θεολογία της και όπως το 'ξεραν, αν δεν το ζούσαν, μέχρι το Μεσαίωνα. Έχει σημα­σία ότι το κείμενο αυτό γράφεται από άνθρωπο πού δεν αρε­σκόταν στους εθνικισμούς, είχε πλατειά εμπειρία του κόσμου και γενικά του δυτικού πολιτισμού, γνώριζε τον Χριστιανι­σμό -τουλάχιστον τον δυτικό- και μη οντάς θεολόγος μιλά­ει μια αμεσότερη γλώσσα, πού σχετίζεται βέβαια με την όλη διαμορφωμένη κατάσταση και τον προβληματισμό στην Ευ­ρώπη των αρχών του 20ου αιώνα.

Η περίπτωση του Ζίντ δεν είναι η μόνη. Στις αρχές του αιώνα σημαντικοί στοχαστές στη Δύση άρχισαν να παίρνουν κριτική στάση απέναντι στην πορεία του νεώτερου πολιτι­σμού και αμφισβήτησαν πολλά από τα αυτονόητα ή ακλόνητα δεδομένα του. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και χα­ρίσματα του, ό καθένας τους είχε και διαφορετική θέση ή τρό­πο για να αναπτύξει την αμφισβήτηση του, την κριτική του ή την πρόταση του. Αραδιάζω μια σειρά ονόματα: Ρενέ Γκενόν, Ά. Τόϋμπι, Θ. Έλιοτ, Έζρα Πάουντ, Μίγκουελ Ουναμούνο, Όρτέγκα. Υ. Γκασσέτ, Σιμόνη Βέϊλ, Μ. Χάϊντεγγερ, ενώ από δίπλα, στην καρδιά της Ευρώπης, στο Παρίσι, οι Ρώσοι της Διασποράς (Μπερντιάγεφ, Φλωρόφσκυ, Ευδοκίμωφ, Σμέμαν, Μάγιεντορφ), διασταύρωναν την ρωσική Χριστιανικότητα με τον «Ευρωπαϊκό Μηδενισμό» (Νίτσε) και τις ποικίλες αμφισβητήσεις που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν στο ευρωπαϊκό στερέωμα.

*Περιοδικό Το Δέντρο, Καλοκαίρι 1993, τ. 77-78, σσ. 12-13.


Σωτήρη Γουνελά – «Η κρίση του Πολιτισμού»
Εκδόσεις Αρμός -1997
Σελ. 21-25

Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

Φόρος Τιμής στον τον E. A. Blair (George Orwell)

Image Hosted by ImageShack.us



Θέλω να γράψω για τον Eric Arthur Blair που γεννήθηκε το 1903 στις Ινδίες και πού ατόφιος Εγγλέζος, όπως ο D.H.Lawrence ή ο Μπλαίηκ, ο Dr. Johnson ή ο G. Κ. Chesterton, δηλαδή αντιπροσωπευτικός μιας εθνότητας - όπως ο Μακρυγιάννης είναι ατόφιος Έλληνας. Θέλω να γράψω για τον Ε.A. Blair πού δεν τον μνημονεύει κανένας, μια και όλοι ξέρουν τον George Orwell –ψευδώνυμο- πού έγραψε το Animal Farm και το Nineteen Eighty Four, τα οποία πούλησαν απάνω από δυο εκατομμύρια αντίτυπα. Έγραψε και άλλα πολλά ο George Orwell - πεζογραφία, δημοσιογραφία, ταξίδια, εντυπώσεις, περιπέτειες, αναμνήσεις, κριτικές• - πάντα σημαντικά και παλικαρίσια, πάντα τίμια και σοβαρά, πάντα ασυμβίβαστα και με κύρος, γιατί στάθηκε o ίδιος σημαντικός και παλικάρι, τίμιος και σοβαρός, ασυμβίβαστος και με κύρος. Δεν ακολούθησε ποτέ σε τίποτα κανέναν από τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής του πού, για να μη θεωρηθούν οπισθοδρομικοί ή καθυστερημένοι και ασυγχρόνιστοι aπό την intelligentsia, φοβούνται να σταθούν όρθιοι όταν παίζουν τον Εθνικό Ύμνο (λέει ό Ε, A. Blair) ή -για τον ίδιο λόγο- ντρέπονται να σταυροκοπηθούν όταν μπαίνουν σε μια εκκλησιά (προσθέτω εγώ).

Δεν είπε, ακόμα, ποτέ ψέματα για κανένα ζήτημα και, το σπουδαιότερο, δεν πίστεψε τα μεγάλα ψέματα του 20ου αιώνα στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία και στην πολιτική, πού δημιούργησαν -όπως όλα τα ψέματα- εκατομμύρια θύματα σε όλο τον κόσμο, τόσο ανάμεσα στους λαούς ή στις ολότητες όσο και ανάμεσα στους διανοούμενους ή στις μειονότητες. Γεννημένος από πατέρα υπάλληλο της Αγγλικής Διοίκησης, πήρε μια υποτροφία για το Eton -ο πατέρας του δε θά είχε τα μέσα να τον στείλει ποτέ σε τέτοιο πολυδάπανο κολλέγιο— από όπου αποφοίτησε προτού συμπληρώσει τα είκοσι, και σε λίγο διορίστηκε στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία -ένα είδος Ελληνικής Χωροφυλακής ή Ισπανική Guardia Civil- στη Βιρμανία. Υπηρέτησε εκεί πέντε χρόνια, κατάλαβε πώς δεν του ταίριαζε το επάγγελμα, μίσησε την αυτοκρατορία («It did not suit me and made me hate imperialism», γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της ουκρανικής έκδοσης του Animal Farm -κυκλοφόρησε Νοέμβριο 1947- από όπου παίρνω τα αυτοβιογραφικά τούτα) και παραιτήθηκε το 1927 -όταν βρισκόταν στην Αγγλία με άδεια— για να γίνει συγγραφέας.

Έζησε στο Παρίσι το 1928-29 γράφοντας διηγήματα ή αφηγήματα πού δεν τα δημοσίευε κανένας και πού αργότερα τα κατάστρεψε όλα. (Πεθαίνοντας άφησε ελάχιστα «χαρτιά», από αυτά για τα οποία τόσο πολύ ενδιαφέρονται μια ορισμένη κριτική και οι περισσότεροι βιογράφοι, και στη διαθήκη του ζήτησε να μη γράψουν τη βιογραφία του θέλοντας να δείξει, φαντάζομαι, πώς δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το είδος αυτό.) Τα χρόνια εκείνα, ύστερα από το 1929, τα πέρασε μεροδούλι μεροφάι και αρκετές φορές νηστικός, ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα με τους απόκληρους της κοινωνίας ή με στοιχεία ύποπτα στις χειρότερες φτωχογειτονιές και με αυτούς πού αλητεύουν ψωμοζητώντας στους δρόμους ή κλέβοντας. Το έκανε αυτό από αναπαραδιά, αλλά ο τρόπος ζωής των ανθρώπων αυτών τράβηξε το ενδιαφέρον του και αργότερα πέρασε πολλούς μήνες μελετώντας συστηματικότερα τις συνθήκες ζωής των ανθρακωρύχων στη βόρεια Αγγλία. Μοναχά ύστερα από το 1934 άρχισε να κερδίζει το ψωμί του γράφοντας.

Ως το 1930 δεν είχε ακόμα ξεκαθαρισμένη πολιτική άποψη, και το Σοσιαλισμό —ή αυτό που εκείνος ονομάζει Σοσιαλισμό (για περισσότερα, κοίταξε The, Collected Essays, I, 373 στις εκδόσεις «Penguin»)- τον προτίμησε περισσότερο από αηδία για τον τρόπο με τον οποίο καταπίεζαν και παραμελούσαν τους φτωχότερους από τους εργάτες της βιομηχανίας παρά από θεωρητικό θαυμασμό για μια προσχεδιασμένη κοινωνία, «more out of disgust with [...] than out of any theoretical admiration for a planned society» (συνεχίζω να παίρνω τα αυτοβιογραφικά από τον πρόλογο πού ανάφερα -The Collected Essays, III, 455-459). Tο 1936 παντρεύεται -την Eileen O'Shaugnessy (πρόφερε: Ο'Σόκενσι)- και την ίδια σχεδόν βδομάδα ξεσπάει στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος. Σε έξι μήνες, μόλις αποτέλειωσε ένα βιβλίο πού έγραφε, φεύγουν μαζί με τη γυναίκα του για την Ισπανία, όπου πολεμάει με τους Κυβερνητικούς -όχι με τη Διεθνή Ταξιαρχία, όπως οι περισσότεροι ξένοι, αλλά, από μια σειρά τυχαία περιστατικά («through a series of accidents»), με το P.O.U.M (Partido Obrero de Unificacion Marxista), δηλαδή με τους Ισπανούς Tροτσκιστές- στο μέτωπο της Άραγόνας έξι μήνες, και στη Χουέσκα τραυματίζεται άπο ένα φασίστα ελεύθερο σκοπευτή («a Fascist sniper ») στο λαιμό. Στα μέσα του 1937, όταν οι Κομμουνιστές κυριάρχησαν (ή σχεδόν) στην Ισπανική Κυβέρνηση, άρχισαν οι διωγμοί των Τροτσκιστών, και τα νιογάμπρια μόλις πού κατάφεραν να φύγουν ζωντανοί από την Ισπανία. Δεν τους έπιασαν ούτε μια φορά, ενώ πολλοί από τους φίλους τους εκτελέστηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν για καιρό ή εξαφανίστηκαν για πάντα. Το άνθρωποκυνήγημα αυτό γίνηκε ταυτόχρονα με τις μεγάλες δίκες της Ε.Σ.Σ.Δ. και ήταν ένα είδος συμπλήρωμα τους («a sort of supplement to them»). «Στην Ισπανία όπως και στη Ρωσία» -μεταφράζω- «ή φύση των κατηγοριών (συγκεκριμένα: συνωμοσία με τους φασίστες) ήταν η ίδια και, για όσα σχετίζονταν με την Ισπανία, είχα κάθε λόγο να πιστεύω πώς η κατηγορία ήταν ψεύτικη».

Το πάθημα, αυτό τον έμαθε πόσο εύκολα η προπαγάνδα του ολοκληρωτισμού μπορεί να κατακυριέψει τη διαφωτισμένη κοινή γνώμη στις δημοκρατικές χώρες («can control the opinion of enlightened people in democratic countries»), και τον έκανε να ξεχωρίσει, στο σημείο τούτο, από τους αναρίθμητους διαφωτισμένους όσους, για χρόνια ολόκληρα, πιάστηκαν ψιμάρια στην προπαγάνδα αυτή. Πίσω στην Αγγλία το αντρόγυνο αντάμωσε πλήθος καλοπροαίρετους και καλά πληροφορημένους -έτσι νόμιζαν- παρατηρητές να πιστεύουν τις πιο φανταστικές ιστορίες για συνωμοσία, προδοσία και δολιοφθορά, πού διάβαζαν στις διάφορες ανταποκρίσεις των εφημερίδων από τις δίκες της Μόσχας. Τότε κατάλαβε καθαρά την αρνητική επίδραση του σοβιετικού μύθου («the negative influence οf the Soviet myth») απάνω σε αυτό πού εκείνος ονόμαζε Σοσιαλισμό (βλέπε παραπάνω τη σχετική παραπομπή). «Πρέπει κανένας ωστόσο να θυμάται», γράφει, «πώς η Αγγλία δεν είναι ολότελα δημοκρατική. Είναι και αυτή μια χώρα κεφαλαιοκρατική με μεγάλα ταξικά προνόμια και (ακόμα τώρα, ύστερα από ένα πόλεμο πού σχεδόν μας εξομοίωσε όλους) με μεγάλες διαφορές στον πλούτο. Μολαταύτα είναι μια χώρα όπου οι άνθρωποι έζησαν κάμποσες εκατοντάδες χρόνια δίχως να γνωρίσουν εμφύλιο πόλεμο, όπου οι νόμοι είναι σχετικά δίκαιοι και σχεδόν πάντα μπορεί να εμπιστεύεται κανένας τις επίσημες ειδήσεις και τις στατιστικές, και όπου να έχεις και να εκφράζεις τις απόψεις μιας μειοψηφίας δε συνεπάγεται κανένα θανάσιμο κίνδυνο». Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα δύσκολο να πιστέψει κανένας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις μαζικές εκτοπίσεις, τις παράνομες συλλήψεις, τη λογοκρισία του τύπου και τα υπόλοιπα. Ένας μέσος άνθρωπος γίνεται εύκολοπίστευτος στην ολοκληρωτική προπαγάνδα -συγκρίνει αυτόματα με τα όσα ξέρει- και καταπίνει με αθωότητα τα μεγαλύτερα ψέματα. Αυτό συμβαίνει με τον περισσότερο κόσμο και με όλα όσα, διαβάζει για μια χώρα όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. («Everything he reads about a country like the U.S.S.R. is automatically translated into English terms»), και η πλειοψηφία των Άγγλων στάθηκε ανίκανη, ως τα 1939 και αργότερα ακόμα, να αποτιμήσει την αληθινή φύση του καθεστώτος των Ναζήδων στη Γερμανία («of assessing the true nature of the Nazi regime in Germany»).


Σε ένα άλλο αυτοβιογραφικό σημείωμα, γραμμένο τον Απρίλη του 1940, σημείωνε: «Όσα είδα στην Ισπανία, και όσα είδα από τότε μέσα στα παρασκήνια, σε αριστερά πολιτικά κόμματα, μου προκάλεσαν φρίκη για την πολιτική». Και παρακάτω: «Συναισθηματικά είμαι, βέβαια, «αριστερός», αλλά πιστεύω πώς ένας συγγραφέας μπορεί να απομείνει τίμιος μοναχά μακριά από κομματικές ταμπέλες» (The Collected Essays, II, 39). Στην Αγγλία ο George Orwell χάνει τη γυναίκα του την άνοιξη του 1945, και από το 1947 μπαινοβγαίνει σε διάφορα νοσοκομεία -υπόφερε από φυματίωση- ως το θάνατο του στις αρχές του 1950, σε ηλικία 46 χρονών. (Τον Όχτώβριο του 1949, τρεις μήνες προτού πεθάνει, παντρεύεται την Sonia Brownwell πού είχε γνωρίσει το 1945.) Αυτά για τον George Orwell.

Ετικέτες

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker