Παιδικό βιβλίο - Σταλαγματιές της Αγάπης του Θεού
Ο πατήρ Παΐσιος συμπόνεσε τα παιδιά του τόπου εκείνου, τους ανθρώπους και τα ζώα τους. Ήταν φτωχοί Βεδουίνοι, παιδιά του Θεού κι αυτοί, πού ζούσαν στην έρημο πού ζώνει το όρος Σινά. Τα λίγα χρήματα πού έπαιρνε από το εργόχειρο του τα έδινε για να τους αγοράσουν ρούχα, τρόφιμα, μπισκότα καί διάφορα μικροπράγματα. Αυτά τα εβαζε στον καλογερικό του σάκκο και πήγαινε να συναντήσει τους μικρούς του φίλους, τα Βεδουινάκια, πού καταλάβαιναν τη μεγάλη του αγάπη και τον υπεραγαπούσαν. Γινόταν σωστό πανηγύρι, κάθε φορά πού τους επισκεπτόταν ο αγαπημένος τους πατήρ Παΐσιος, «Αμπούνα Παΐζι», όπως τον φώναζαν. Κι όταν πήγαιναν κι αυτά στο ασκητήριο του με πληγωμένα και πονεμένα τα ξυπόλυτα ποδαράκια τους, ο Γέροντας περιποιόταν τα τραύματα τους. Τους έδινε και καπελάκια, για να μην τα ζαλίζει ο ήλιος.
Ό Γέροντας Παΐσιος αγάπησε πολύ τη ζωή στην έρημο. Ασυνήθιστος, όμως, στο κλίμα της ερήμου, αρρώσταινε συχνά, με αποτέλεσμα η υγεία του συνεχώς να χειροτερεύει. Έτσι, μετά από δυο περίπου χρόνια, το 1964, υποχρεώθηκε να αφήσει το Σινά.
Γυρίζει στο Άγιον Όρος όπου είχε ξεκινήσει τη μοναστική του ζωή. Eκεί συνέχισε φιλότιμα τους ασκητικούς του αγώνες. Το 1979 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο κελλί της Παναγούδας. Στήν Παναγούδα άφηνε για τους ανθρώπους την πόρτα του ανοιχτή. όπως πάντοτε είχε ανοιχτή καί την καρδιά του. Δεχόταν όλους όσους πήγαιναν εκεί, για να πάρουν την ευχή του, να τον συμβουλευτούν, να του πούν τον πόνο τους. Και ήταν πάρα πολλοί. Ο Γέροντας όλη την ημέρα τους δεχόταν με χαρά, τους κερνούσε ό,τι του βρισκόταν και πέρναγε πολλές ώρες μαζί τους. Ακουγε τα προβλήματα τους, ανακούφιζε τις στενοχώριες τους, τους συμβούλευε με αγάπη, ακόμη και τους διασκέδαζε με τα χαριτωμένα του αστεία. Και δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό του, αν ήταν άύπνος, νηστικός, διψασμένος, κουρασμένος, άρρωστος. Σκεφτόταν τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, τους συμπονούσε και γινόταν θυσία για να τους βοηθήσει. Έμοιαζε με πηγή πού ρέει ασταμάτητα και το νερό της ποτίζει τα δέντρα, τα πουλιά, τα άγρια ζώα, καί πάλι περισσεύει.
Έλεγε: Έρχονται οι άνθρωποι και μου λένε τα βάσανα τους και γεμίζει το στόμα μου πίκρα, σαν να έφαγα κρεμμύδια. Και όταν έρθει κανείς που πάει καλύτερα ή λύθηκε το πρόβλημα του, λέω «δόξα τω Θεώ, μου ‘δωσαν και ένα κομμάτι χαλβά!»... Να έχουμε αγάπη. Πάντα να ξεκινάμε από ότι ευχαριστεί τον άλλον κι όχι όπως βολεύει εμάς, Αν έρθουμε στη θέση του άλλου, τότε όλους μπορούμε να τους αγαπήσουμε, και τους ανθρώπους, ακόμη και τα ζώα και τα θηρία. Τα πάντα τα χωράμε μέσα μας.
«Σταλαγματιές της Αγάπης του Θεού
Οι Άγιοι και το Περιβάλλον»
Εκδ. Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, 2006
Σελ. 98- 99
Υ.Γ. το έλαβα ως αντίδωρο… μου άρεσε η εισαγωγή… Αφιερώνεται στα παιδιά όλου του κόσμου και σε όσους βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια των παιδιών.