Eύα Πάλμερ Σικελιανού – Ελληνική Μουσική
[…]Ένα χειμώνα, μετά την επιστροφή μου από την Αμερική, μου είπε η Πηνελόπη ότι είχε αποφασίσει να μελετήσει τη θεωρία της ελληνικής μουσικής με τον καθηγητή Ψάχο, ο oποίος δίδασκε βυζαντινή μουσική στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Είπε ότι ήταν αυθεντία στην ελληνική εκκλησιαστική μουσική, και ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως του είχε απονείμει τον τίτλο του «άρχοντος μουσικοδιδάσκαλου και κληρικού της Πατριαρχικής Αυλής της Μεγάλης, του Χριστού Εκκλησίας».
Πήγαινα συνήθως μαζί της και παρακολουθούσα ως ακροάτρια αυτά τα μαθήματα, αλλά το δίλημμα μου όλο και μεγάλωνε. Ήμουν συνεπαρμένη από την ελληνική μουσική περισσότερο παρά ποτέ, αλλά ταυτόχρονα όλο και πιο βέβαιη ότι ήταν πέρα από τις ακουστικές και φωνητικές μου δυνατότητες να συνδεθώ πιο στενά μαζί της. Αυτό το είδος του συμπλέγματος κατωτερότητας κράτησε πολλά χρόνια. Άλλα σαν χάσαμε την Πηνελόπη και δεν μπορούσα πια να αντλήσω τη μουσική μου ευχαρίστηση από τη φωνή της, πήγα μια μέρα στον καθηγητή Ψάχο και του ζήτησα να με διδάξει θεωρία της εκκλησιαστικής μουσικής. Του είπα ότι πιθανό να με έβρισκε ανίκανη εξαιτίας της μακράς μου εξοικείωσης με την ευρωπαϊκή μουσική, είτε να ακούσω είτε να τραγουδήσω σωστά αυτά πού θα μου δίδασκε. Ήθελα όμως να δοκιμάσω, και ήμουν αποφασισμένη να μελετήσω παρασημαντική. Ο καθηγητής Ψάχος είπε ότι δεν υπήρχε λόγος ή οικειότητα μου με την ευρωπαϊκή μουσική να σταθεί εμπόδιο στη μάθηση της ελληνικής μουσικής. Δέχτηκε να γίνω μαθήτρια του. Σπούδασα μαζί του περισσότερο από πέντε χρόνια.
Περίμενα να συναντήσω ένα σωρό δυσκολίες. Προχώρησα σχετικά εύκολα χάρη στη λογική της μεθόδου καί την ομορφιά των εκκλησιαστικών ύμνων. Αυτά τα δύο αντιστάθμισαν με το παραπάνω τον κόπο πού κατέβαλα για να μάθω τη σημειωτική της βυζαντινής παρασημαντικής. Και να πού υπήρχε επιτέλους ένα είδος μουσικής πού φαινόταν να μας οδηγεί βήμα προς βήμα, με πειθώ μάλλον παρά με συνεχή δουλειά. Εδώ δεν υπήρχαν κλίμακες, άρπισμοί ή ασκήσεις κάθε είδους. Γιατί ο «τρόπος» δεν είναι «κλίμακα» και ούτε διδάσκεται μηχανικά. Η ουσία του είναι μελωδική και η όλη διδασκαλία γίνεται μέσω της μελωδίας. Καί ευθύς ως κάποιος την αποκρυπτογραφήσει, το πράγμα γίνεται μια απλή πρόοδος από μελωδία σε μελωδία. Μετά, όταν προχωρήσει ο μαθητής κάπως περισσότερο καί εξοικειωθεί με τον ήχο καί το χαρακτήρα κάθε τρόπου, τα μαθήματα γίνονται πιο σύνθετα, με άσματα πού μεταπηδούν από τον ένα τρόπο στον άλλο με τέλεια ελευθερία για να εκφράσουν τις αλλαγές στη σημασία των λέξεων.
Όλο και πιο μεγάλη έκπληξη μου έκανε ή τέλεια ενότητα λέξεων καί μουσικής. Μετά από λίγα χρόνια άσκησης κατάλαβα ότι κανένα από όλα τα εκκλησιαστικά άσματα που μάθαινα, δεν υστερούσε σ' αυτή την αλληλοδιείσδυση. Κι ακόμα, καθώς προόδευα από το απλό διάβασμα ή την αποστήθιση και την ψαλτική, και έφτασα στο σημείο να αρχίζω να συνθέτω, κατάλαβα επίσης γιατί οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν τόση σημασία στον τονισμό και την ποσότητα, και γιατί αυτά θεωρούνται από τους σύγχρονους γραμματολόγους και τους ελληνιστές γενικά, αμοιβαίως αποκλειόμενα. Πρέπει να τα προσεγγίσει κανείς από μια μουσική σκοπιά για να δει πόσο απλή είναι ή απάντηση: τόνος καί ποσότητα συνυπήρχαν χωρίς στην πραγματικότητα να παρεμποδίζουν το ένα το άλλο.
Μια μέρα ο καθηγητής Ψάχος μου είπε:
- H ελληνική μουσική είναι υποταγμένη στη γλώσσα. Πάντοτε εθεωρείτο, και από τους αρχαίους καί από την Εκκλησία, χωρίς δική της αυτόνομη ύπαρξη. O ρόλος της είναι να επαυξάνει και να εξυψώνει τη λέξη, ώστε το ευρύτερο νόημα και συναίσθημα πού περικλείνει η λέξη να κατανοούνται σαφέστατα στίς πολύ μεγάλες εκκλησίες και στον ανοιχτό χώρο.
Αυτή η εκπληκτική δήλωση με άφησε άφωνη. Αναρωτιέμαι αν ο καθηγητής μου ήξερε πόσο σοβαρή αίρεση ανακινούσε από την οπτική γωνία κάθε σύγχρονου μουσικού. Αλλά εκείνη την εποχή δεν ήμουν επαρκώς καταρτισμένη για να συζητήσω το θέμα μαζί του, ούτε και με τον εαυτό μου. Απλώς το καταχώρησα σιωπηλά στη μνήμη μου.[…]
[…]Η πιο γοητευτική, όμως, από αυτές τις πιθανές παρεκκλίσεις είναι ή στενογραφική σημειωτική της ελληνικής Εκκλησίας, πού ανακαλύφτηκε, λένε, από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, καί η οποία υπερέχει της ελληνικής αλφαβητικής σημειωτικής· επίσης ένα ενδιάμεσο σύστημα πού ονομάζεται Έκφωνητικόν, και που το χρησιμοποιούσαν μόνο για τα Ευαγγέλια καί τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Το στενογραφικό σύστημα επικράτησε για περίπου χίλια χρόνια, με περιστασιακές αλλαγές καί διευρύνσεις από διαφορετικούς Έλληνες δασκάλους καί κορυφώθηκε στην τελική σημειωτική των τριών μουσικών, του Γρηγορίου, του Χρύσανθου, καί του Χουρμούζιου. Επικυρώθηκε από την Εκκλησία το 1818 καί αναφέρει λεπτομερώς όσα προηγουμένως είχαν γραφτεί στενογραφικά. Πολλοί λόγιοι έχουν εξετάσει προσεκτικά αυτά τα παλιότερα μουσικά ευρήματα, αλλά οι Ευρωπαίοι ειδικοί εμποδίστηκαν στίς μελέτες τους λόγω της σπανιότητας χειρογράφων και επίσης από την κληρονομημένη στάση απέναντι σε μουσική διαφορετική από αυτήν των Ελλήνων. Είναι γεγονός ότι τα συμπεράσματα τους προβάλλονται ως διαμετρικά αντίθετα από τις ελληνικές ερμηνείες , γιατί αγνοούν γενικά την αξία των στενογραφικών σημείων στα όποια οι Έλληνες αποδίδουν μουσικό νόημα. Πράγματι, ορισμένοι Ευρωπαίοι λόγιοι πιστεύουν ότι το περίπλοκο σύστημα πού χρησιμοποιείται σήμερα δεν είναι απλώς μια μακρά χειρόγραφη απόδοση κοινόχρηστων σημείων (σαν να έγραφε κάποιος «Εταιρεία» αντί για «Ε», «Οδός» αντί για «Όδ.», καί «Μασσαχουσέτη» αντί για «Μασσ.») αλλά καθαρή εφεύρεση των τριών μουσουργών πού προανέφερα. Ο Τheodor Reinach, συγγραφέας του La Musique Greque, μου είπε ο ίδιος ότι η βυζαντινή μουσική ήταν εξ ολοκλήρου τουρκικής προέλευσης. Αν οι παραπάνω απόψεις πού αφορούν αυτό το απέραντο μουσικό θησαυροφυλάκιο ισχύουν, αν αυτοί οι τρεις άνδρες μόνοι τους επινόησαν αυτήν την υπέροχη μέθοδο και συνέθεσαν αυτές τις θείες μελωδίες χωρίς να αντλήσουν από καμιά προηγούμενη τεχνική υποθήκη ή αν οι Τούρκοι εφεύραν αυτήν τη μεγάλη μουσική λογοτεχνία από τα σπάργανα της, τι άλλο μπορεί να πει κανείς εκτός από ένα «Μπράβο και στους τρεις ! » ή «Ζήτω οι Τούρκοι ! »: Ασχέτως από το ποιοί έπλασαν αυτή τη μέθοδο, παραμένει μια από τις πιο εκλεκτές, πιο δημιουργικές και πιο μελωδικές εφευρέσεις πού γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Όλες αυτές οι συζητήσεις επιτρέπουν μια χρήσιμη γενίκευση για τον αρχάριο της βυζαντινής μουσικής: οι Ευρωπαίοι λόγιοι, χωρίς εξαίρεση, ενώ είναι οπλισμένοι με ευρυμάθεια για την ευρωπαϊκή μουσική, υστερούν στην πρακτική κατανόηση της σημασίας ενός μουσικού τρόπου. O Reinach αναφέρει στον πρόλογο του ότι ενώ έχει μελετήσει ελληνική μουσική για σαράντα χρόνια, δεν γνωρίζει τι είναι ελληνικός «μουσικός τρόπος». Τουλάχιστον είναι ειλικρινής. Αλλά η συνέπεια καί για αυτόν και για όλους τους Ευρωπαίους συγγραφείς πού έχουν ασχοληθεί με το θέμα, είναι ότι πραγματεύονται πάντα ένα αντικείμενο με ορολογία δανεισμένη από κάποιο άλλο. Πρόκειται για δύο πράγματα πού δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται να άλληλοαντιπροσωπεύονται. Όσο μένει κανείς οχυρωμένος πίσω από την ευρωπαϊκή αντίληψη των διαστημάτων (πού εισήχθησαν και στην Ευρώπη μόνο από την εποχή του Μπαχ) ή πίσω από αυτό πού οι Ευρωπαίοι αποκαλούν «αρμονία», είναι αδύνατον να κάνει έστω και το πρώτο βήμα προς την κατανόηση της μουσικής των αρχαίων. Αλλά το πρώτο βήμα υπάρχει. Μπορεί να γίνει καί πιθανόν να οδηγήσει σε απροσδόκητα αποτελέσματα:
Προσέγγισε το όπως καί το μικρό παιδί. Μάθε τα τραγούδια. Εξασκήσου στους τρόπους τραγουδώντας μελωδίες. Πάρε ένα μονόχορδο έτσι ώστε να είσαι σίγουρος για τα διαστήματα σου. Μάθε ότι είπαν οι μεγάλοι Έλληνες δάσκαλοι, ότι λένε οι Έλληνες σήμερα. Καί πάνω απ’ όλα, μην το προσεγγίζεις σαν επηρμένος διανοούμενος. Χρησιμοποίησε το. Τραγούδησε το. Χόρεψε το. Καί περίμενε να δεις τι θα βγει.
Για μια τέτοια προσέγγιση είναι απαραίτητο στην αρχή να ξεχάσει κανείς αυτά πού ξέρει. Να αφεθεί εντελώς, έως ότου αυτά τα περίεργα βυζαντινά σημεία ξαναζωντανέψουν, ωσότου οι μουσικοί τρόποι να μην φαίνονται πια μπερδεμένοι καί ασαφείς, αλλά κάτι σαν συναίσθημα, με την καρδιά να πάλλει πιο γρήγορα ή πιο αργά, συμφωνώντας με το ηρωικό περιεχόμενο ή το απαλό λίκνισμα της μελωδίας. Αυτά τα συναισθήματα, αυτοί οι τρόποι, αυτές οι διαθέσεις, μπορεί να είναι ή να μην είναι ίδια με αυτά πού οι Έλληνες αποκαλούσαν δωρικό, φρυγικό, λυδικό καί οΰτω καθεξής (πειρασμός πάλι εδώ για μιαν άλλη παρέκβαση), αλλά είναι τρόποι, διαθέσεις, συναισθήματα. Καί τουλάχιστον, έχοντας κανείς αυτά ως βάση στην εμπειρία καί τη συνείδηση, δεν τον ενοχλούν πια οι διαχωρισμοί του Πλάτωνα. Ξέρει πια τι σημαίνει μουσικός τρόπος, όπως ξέρει τι είναι το πιάνο ή το βιολί.
Μόνο έτσι θα αξιοποιηθούν όλα τα στοιχεία πού συγκέντρωσαν οι Ευρωπαίοι λόγιοι. Δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην αρχή. Αλλά θα γίνουν εξαίρετα βοηθήματα όταν κάποιος ανοίξει πρώτα το δρόμο. Καί μετά, ας ξανανοίξουν καί οι μεγάλες θύρες της ευρωπαϊκής μουσικής καί ας βρει τη θέση της στην καρδιά καί το νου των ανθρώπων. Γιατί αυτά τα δύο είναι δύο μεγάλα μουσικά συστήματα με διαφορετικές λειτουργίες. Δεν έχθρεύονται το ένα το άλλο.
Μονάχα σήμερα, το ένα κρατά τον κόσμο στα χέρια του, ενώ το άλλο είναι φτωχό και εγκαταλειμμένο. H ελληνική μουσική είναι το απολωλός πρόβατο. Για όσους καταλαβαίνουν, ίσως είναι πολυτιμότερο από τα υπόλοιπα ενενήντα εννιά. […]
Eύα Πάλμερ Σικελιανού
«Ιερός Πανικός»
Εκδ. Εξάντας,1992
Σελ.112-113 & 118-119
Όλο το Σ/Κ διάβαζα τα αναγνώσματά σας!
Posted by spirosvii | 9:38 π.μ.
Πότε πρωτοεκδόθηκε αυτό το βιβλίο;
Ευχαριστώ
Υ/Α
Posted by Wonderfully Unpredictable | 3:29 μ.μ.