Λάμπρος Καμπερίδης – Πανσπερμία του Λόγου
Στην Καππαδοκία, στην κοιλάδα των Κοράμων, υπάρχει μια λαξευτή εκκλησιά ιστορημένη στα χρώματα της θεολογίας. Σαν όλες τις άλλες εκκλησιές της Καππαδοκίας, δεν ξεφυτρώνει μέσα από το τοπίο, δε διαγράφεται στον ορίζοντα. Μέσα στο σκληρό, αψύ, έντονο φως της κοιλάδας, πού αποκαλύπτει λακωνικά τις λιτές γραμμές του απέριττου τοπίου, καλεί τον προσκυνητή να ζητήσει άπανέμι από το φως, να απαγκιάσει στις μετέωρες σκιές των γλαυκών κοιλωμάτων της, να χωθεί στα γλαφυρά σπλάγχνα της, να τη γνωρίσει μέσα-εξω, ερχόμενος στην επίγνωση της αληθείας από τα γλυπτά σωθικά της, και σαν άλλος Ίωνάς να ξερασθεί από την κοιλία του κήτους στο ανήλεο φως της ανατολής, και να αρχίσει να προφητεύει την πίστη που του φανερώθηκε στα έγκατα και στα έσχατα της αβύσσου, μέσα στον ύπερφωτο γνόφο της κρυφιόμυστης σιγής. Σαν όλες τις άλλες εκκλησιές με τα λησμονημένα ονόματα, είναι γνωστή με την τουρκική προσωνυμία της εκκλησιάς των Στεφανιών ή των Κρίκων. Στό βόρειο τύμπανο της Τοκαλί Κιλίσε, έχει διασωθεί μια ασυνήθιστη σύνθεση των στοιχείων της Πεντηκοστής, πού συνοψίζει με δογματικό τρόπο τη θέση της ορθόδοξης εκκλησίας πάνω στο ζήτημα του εθνικισμού.
Παρόμοιες δογματικές απεικονίσεις πρέπει να ήταν αρκετά συνηθισμένες στα ακριτικά όρια της αυτοκρατορίας, εκεί πού μπλέκονταν σε συγκερασμό τα διγενή και τα πολυγενή κράματα των Μήδων, Πάρθων και Ελλήνων, των Σύρων, Εβραίων και Αρμενίων, των Τούρκων, των Χαζάρων και των Σαρακηνών. Εθνικές εντάσεις μεταξύ αυτών των ομάδων θα πρέπει να υπήρχαν από την ελληνιστική εποχή, ή από τότε πού ο Ελληνας συνάντησε τον Ιουδαίο, ή, ακόμα καλύτερα, από τότε πού κατάλαβε πώς για να ζήσει μεταξύ των «βαρβάρων», θα έπρεπε να αναθεωρήσει ριζικά την αντίληψη πού είχε σχηματίσει -με αρκετή δόση προκατάληψης- για τους μη - Ελληνες, πού είχε μάθει να τους κρίνει από την ασφάλεια της απόστασης πού έβαζε μπροστά του ο πολιτισμός, και τον διαχώριζε από τους βαρβάρους.
Η τελική σύνθεση όμως δεν ήρθε από τους Ελληνες, ούτε από τις τέχνες και τη σοφία τους, άλλα από το Θεό, από την έναρμονια θέληση της ένωσης του Κτίστη με την κτίση Του, από την αγάπη του Θεού και την έγνοια Του να μας δεί όλους ενωμένους εν Χριστώ μέσα στην κτίση Του, από την άκαμπτη και αδιάλλακτη φροντίδα Του για τους ανθρώπους ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν.
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας προς τη σύνθεση και την ενοποίηση της οικουμένης, είναι απαραίτητο να καταλάβομε πώς η θέληση για ενότητα και εναρμόνιση των ανθρώπων δεν προερχόταν από τους Ελληνες, αλλά από εξελληνισμένους Μακεδόνες -Μεγαλέξανδρος-, Ιουδαίους -Αγιος Παύλος-, Ρωμαίους — Αδριανός, Μέγας Κωνσταντίνος. Ενας Κορίνθιος ή Αθηναίος χριστιανός λόγου χάρη, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεστομίσει ή να σκεφτεί πώς η έλευση του Χριστού κατάργησε το διαχωρισμό των ανθρώπων σε έθνη, σε Έλληνες και βαρβάρους, σε ευσεβείς και ανόμους. Η μονότροπη και ομοιογενής ελληνική του παιδεία δεν του έδινε τα κατάλληλα εφόδια πού θα μπορούσαν να διευρύνουν τους ορίζοντες του πέρα από τα όρια της πόλης του, και από πολίτη των Αθηνών να τον μεταμορφώσουν σε κοσμοπολίτη της Οικουμένης. Τις πρώτες καταγραφές περί κοσμοπολιτισμού και τον χαρακτηρισμό του κόσμου ως μεγαλόπολις, τις οφείλομε στα ελληνικά συγγράμματα του Αλεξανδρινού Φίλωνα του Ιουδαίου. Γι' αυτό το λόγο, όταν ο απόστολος των εθνών απευθύνεται στους Αθηναίους, το μόνο πού πετυχαίνει να τους αποσπάσει είναι το σαρκαστικό άκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου.
Η προσκόλληση του Αθηναίου σε ένα ομοιογενές σύστημα σοφίας κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του, δεν τον αφήνει να πιάσει τους πολύγλωσσους και πολύτροπους συνειρμούς της διεθνούς παιδείας του Παύλου και των ελληνιστών Ιουδαίων, Σύρων, Αιγυπτίων. Γι' αυτό και ένας έλλαδίτης δεν θα μπορούσε ποτέ να δεί τον Θεό πέρα από τη δύναμη και την εξουσία του πού φανερωνόταν και πραγματοποιόταν τοπικά, μέσα στα όρια της πόλης του, ή, στην καλλίτερη περίπτωση, επεκτεινόταν μέχρι την αποικία της μητρόπολης του. Τα όρια της Αθήνας καθορίζονταν από το στύλο πού έγραφε ΟΡΟΣ Αθήνας και μπηγόταν στα γεωγραφικά τοπικά όρια της πόλης, κάθε πόλης πού ήταν αφιερωμένη σε έναν τοπικό θεό και τηρούσε το όρος ή το όριο του, μέσα στην περίμετρο της. Και οι Ρωμαίοι είχαν το αντίστοιχο όριο και το ονόμαζαν terminus. Η εξευμένιση κάθε τοπικού θεού της πόλης πού έπεφτε στα χέρια των Ρωμαίων μαζί με την οικειοποίηση και υιοθέτηση της λατρείας του εξασφάλιζε στο Ρωμαίο την κυριαρχία του στα όρια, στο terminus της οικουμένης. Ο Παύλος ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με αυτό το διεθνικό και οικουμενικό πνεύμα πού είχε αρχίσει με το Μεγαλέξανδρο και ολοκληρώθηκε με τους Ρωμαίους. Γνώριζε και πίστευε πώς είχε έρθει επιτέλους ή ώρα πού όλοι θα μπορούσαν να ενωθούν μεσα από το Χριστό με το Θεό, όπου ουκ ενι Ελλην και Ιουδαίος, περίτομή και άκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλα τα πάντα και εν πάσι Χριστός (Κολ. 17,11).
Πριν από την ενοποιό δύναμη του Χριστού, τα πρώτα σημεία του διαχωρισμού των ανθρώπων σε γλώσσες, έθνη και φυλές, είχαν εμφανιστεί μετά τον κατακλυσμό, όταν οι γιοι του Νώε διασπάρθηκαν στο πρόσωπο της γης. Ενας από τους απογόνους του Σήμ ήταν και ο Φαλέγ (Γεν. 10, 25). Φελέγ στα εβραϊκά σημαίνει διαίρεση. Ούτοι υιοί Σήμ, εν ταις φυλαϊς αυτών, κατά γλώσσας αυτών, εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών (Γεν.10,31). Παρά τη διαίρεση και τη διασπορά των ανθρώπων στις νήσους των εθνών επί της γής υπήρχε ακόμη μια ενότητα του ανθρώπινου γένους, πού πήγαζε σχεδόν από την προπτωτική ενότητα του με το Δημιουργό. Και ην πάσα ή γη χείλος, εν,και φωνή μία πάσι {Γεν.11,1).
Ακόμη και το κτίσιμο του πύργου της Βαβέλ έκφραζε αυτή τη θέληση για ενότητα και αρμονία. Αν και γινόταν για δόξα του Θεού -το όνομα του ζιγκουράτ Μπάμπ-Έλ σημαίνει Πύλη του θεού-, φανέρωνε συνάμα και την απουσία Του. Το έργο της πυργοποιίας μαρτυρούσε μεν υψηλούς σκοπούς, παρέμενε όμως ένα ανθρώπινο έργο πού είχε αναληφθεί με ανθρώπινη πρωτοβουλία, χωρίς τη συνεργασία του θεού. Γι’ αυτό και ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Από Πύλη του Θεού (Μπάμπ-Έλ ) έγινε Σύγχυση (μπαλάλ - Βαβέλ), συνοθύλευμα και διασπορά, απαρχή της τελικής εξορίας του ανθρώπινου γένους από την παρουσία του Θεού και της κερματισμένης του διαίρεσης σε φυλές, λαούς, έθνη και γλώσσες. Δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Συγχυσις, ότι έκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς Κύριος επί πρόσωπον πάσης της γης (Γεν. 11,9).
Τώρα μπορούμε να γυρίσομε στην Καππαδοκία και στην παράσταση της Πεντηκοστής στον αγιογραφικό κύκλο της Τοκαλί Κιλίσε.Ενα μέρος από αυτές τις φυλές και τις γλώσσες πού σπάρθηκαν στο πρόσωπο της γης έφτασε και σκήνωσε στην Καππαδοκία. Μερικοί εξελληνισμένοι τεχνίτες πού είχαν μάθει την τέχνη τους σε ένα από τα μεγάλα κέντρα της Ανατολής, στην Αντιόχεια, στην Ταρσό, ίσως στην Πόλη, Σύροι και Αρμένιοι, και αργότερα εκχριστιανισμένοι Τούρκοι γύρω στην περιοχή της Νίγδης και του Καραμάν, των αρχαίων Λαράνδων, αποτελούσαν τον πληθυσμό της Καππαδοκίας. Στό βόρειο τύμπανο της εκκλησίας των Κρίκων βλέπει ο προσκυνητής μια ασυνήθιστη παράσταση, δανεισμένη από τη λατρευτική σημασία πού πρέπει να είχε ή γιορτή για τον εθνικά ετερόκλητο αλλά ενωμένο εν Χριστώ πληθυσμό της Καππαδοκίας.
Ο προφήτης Ίωήλ κρατάει ένα ειλητάριο με τη ρήση από τις Πράξεις των Αποστόλων που διαβάζεται στη λειτουργία τη μέρα της Πεντηκοστής. Και έγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος, ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον...
Ο Ίωήλ, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους προφήτες, είχε περιλάβει τα έθνη στο σχέδιο της σωτηρίας πού εργαζόταν ο Θεός για τον Ισραήλ. Η τιμωρία πού είχε προφητέψει ο ίδιος για τα συναγμένα έθνη στην κοιλάδα Ιωσαφάτ μεταβάλλεται σε ευλογία την ήμερα της Πεντηκοστής, την ημέρα δηλαδή πού φανερώνεται η όμονοιασμένη και ενωμένη εν Χριστώ εκκλησία στον κόσμο. Ο προφήτης στέκεται και ευλογεί το πλήθος του κόσμου πού βγαίνει από την πύλη της Ιερουσαλήμ. Πάνω από την παράσταση, τα διακριτικά ΕΘΝΗ ΛΑΥ, με την ορθογραφία της Καππαδοκίας. Στή μια πλευρά του τύμπανου κάθονται έξι απόστολοι, στην άλλη οι υπόλοιποι έξι. Δίπλα από τους έξι, ο κόσμος πού βγαίνει από την πύλη της πόλης έχει αφήσει τα τείχη πίσω του, σαν να βρίσκεται έξω από την πόλη, στην κοιλάδα Ιωσαφάτ όπού ολοκληρώνεται η καινοδιαθηκική τώρα ερμηνεία του πάλαι ποτέ συνάξω πάντα τα έθνη και κατάξω αυτά είς την κοιλάδα Ίωσαφάτ (Ίωήλ 4, 2), με αντίστροφο τρόπο. Πάνω από το πλήθος, αριστερά, ΦΥΛΕ Κ ΓΛΟΣΕ.
Παρόμοιες παραστάσεις της Πεντηκοστής υπάρχουν και αλλού. Στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, η παράσταση της σύναξης των εθνών καταλαμβάνει έναν από τους πέντε θόλους του ναοΰ. Και εκεί, Πάρθοι και Μήδοι και Έλαμίται και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ίουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Άσίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι έπιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, Κρήτες και Αραβες, αναγράφονται με τα εθνικά τους ονόματα στα λατινικά. Και στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, ή Πεντηκοστή είναι ιστορημένη στο θόλο του ναού, με τη σύναξη των εθνών στα τέσσερα τύμπανα, διαμερισμένα μεταξύ των Λαών, των Γλωσσών, των Εθνών και των Φυλών. Σέ αυτές τις δύο τελευταίες παραστάσεις λείπει ο φυσικός και αρχιτεκτονικός περίγυρος, καθώς και η μορφή του Ιωήλ, πού προσδίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του γεγονότος της Πεντηκοστής μέσα στην ιστορία. Οι πύργοι και τα τείχη της πόλης, μαζί με τη μορφή του προφήτη, αναφέρονται σε ατελή και ανολοκλήρωτα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, σε σκιώδεις τύπους, γεγονότα πού δεν έχουν ολοκληρωθεί μέσα στην καθαγιασμένη αντίληψη της ιστορίας ως σωτηρίας του ανθρώπου, ως αλήθειας, όπως έχει διατυπωθεί με την έλευση και την ενέργεια του Χριστού μέσα στον κόσμο, με το πλήρωμα του προαιώνιου σχεδίου της σωτηρίας. Ο Ίωήλ βρίσκεται εκεί επειδή είχε προφήτεψε,: τη βίαια πνοή του Αγίου Πνεύματος έκχεώ από του πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα... και oι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται (Ίωήλ 3,1). Η μορφή του συνδέει το λυτρωτικό γεγονός της Πεντηκοστής με την αλύτρωτη ιστορία του Ισραήλ πριν την αποδοχή του Χριστού, ενώ οι πύργοι της πόλης συνδέουν εικονικά την αλύτρωτη Ιερουσαλήμ με τη σύγχυση του Πύργου της Βαβέλ. Στήν υμνολογία της εορτής τονίζεται αδιάκοπα η διασπορά, ο κερματισμός, η διαίρεση, η διάσταση, η σύγχυση πού υπήρχε μεταξύ των εθνών πριν την έλευση του Χριστού και του Παρακλήτου της Πεντηκοστής, και αντιπαρατάσσεται με την αρμονία, την ομόνοια, τη σύμπνοια, την ενότητα πού συγκροτεί το θεσμό της εκκλησίας, τώρα πού καταργήθηκε η διαίρεση της ανθρωπότητας σε φυλές και γλώσσες για να φανερωθεί μέσα στην εκκλησία η σύμπνοια και συμφωνία των μελών της εν Χριστώ.
Γλώσσαι ποτέ συνεχύθησαν δια την τόλμαν της πυργοποιΐας· γλώσσαι δε νυν έσοφίσθησαν δια την δόξαν της θεογνωσίας... τότε κατειργάσθω η αφωνία προς τιμωρίαν·άρτι καινουργείται η συμφωνία προς σωτηρίαν.
Στην εκκλησία, καθώς και στη ζωή της ρωμιοσύνης μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα, αυτή η πραγματικότητα της φιλαδέλφειας και της ομόνοιας δεν βιώθηκε μόνο κατά θεωρία, άλλα ήταν ο μόνος τρόπος ζωής πού γνώριζε ο ορθόδοξος χριστιανός σε κάθε έκφανση του δημόσιου και του ιδιωτικού του βίου. Αυτή η σύνθεση εκφραζόταν ακόμη και στα τοπωνύμια του γεωγραφικού του περίγυρου και στη συμβολική δυναμική της ονομασίας των ναών της Εκκλησίας του. Στην Αντιόχεια εκκλησιαζόταν στο ναό της Θείας Αρμονίας, στην Πόλη στον ναό της Σοφίας και της Ειρήνης του θεού (κατά τον Προκόπιο, στο Περί κτισμάτων, η προσωνυμία Αγία Σοφία είναι μεταγενέστερη - Σοφίαν καλούσιν οι Βυζάντιοι τον νεών). Οποιαδήποτε άλλη έρμηνεία της συνύπαρξης των ανθρώπων έμπαζε τη διαίρεση και τη σύγχυση, γινόταν αντιληπτή ως αιρετική προσπάθεια διαίρεσης των ανθρώπων σε έθνη και γλώσσες πού κατακερμάτιζε την ενότητα της εκκλησίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μιλάει κάπου για τους «έθνόφρονες», και τους χαρακτηρίζει ως αιρετικούς επειδή ακολουθούνε τις συνήθειες των εθνών (Migne, PG 94, 757 C).
Στο γεγονός της Πεντηκοστής δεν τονίζεται μόνο η ενότητα των Χριστιανών, η σωτηρία και λύτρωση όσων θα ασπαστούν· το μήνυμα των αποστόλων σε βάρος όσων θα το απορρίψουν, όπως πουθενά στο ευαγγέλιο δεν αντιπαρατάσσονται τα έθνη σε αντίθεση με τους Έλληνες, όπως κατανοούνται και ερμηνεύονται από τον Αριστοτέλη (Πολιτ. 1324, 10). Ο Θεός έκχεεί από του πνεύματος του επί πάσαν σάρκα, και όχι μόνον επί την σάρκα των εκλεκτών του. Το γεγονός της Ανάστασης και της Πεντηκοστής είναι τόσο άληθινό και παγκόσμιο για τους Πάρθους και τους Αρμενίους, όσο είναι για τους Βουδιστές, τους Ινδιάνους της Αμερικής και τους Ρώσους, Αν θέλομε να περιορίσομε αυτή την έκχυση του Αγίου Πνεύματος σε ορισμένους λαούς και πολιτισμούς, αποκλείοντας ορισμένους άλλους, τότε δε διαφέρομε από τους Καλβινιστές πού άποδίνουν τη θεία χάρη και την έπιφοίτηση του πνεύματος σε ορισμένους σεσωσμένους, πού έχουν κληθεί από το Θεό για να επιτελέσουν το υψηλό τους έργο πάνω στη γη: την ολοκλήρωση δηλαδή της πυργοποιίας. Αν εξακολουθούμε να έπιμένομε στις διαφορές πού χωρίζουν τη δύση από την ανατολή, τις γυναίκες από τους άνδρες, τους Χριστιανούς Ορθοδόξους από όλους τους άλλους, καλύτερα να πάρομε ένα ντουφέκι στα χέρια μας και να πάμε να καταταχτούμε στα μέρη πού φουντώνουν οι πόλεμοι των εθνικών εκκαθαρίσεων και να αρχίσομε να τακτοποιούμε τους λογαριασμούς μας με τους αλλόδοξους και τους αλλόφυλους.
Η άλλη επιλογή είναι να βρεθούμε με το νου και την καρδιά, αν όχι την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα, τότε μια μέρα της Πεντηκοστής σε μια εκκλησιά της Καππαδοκίας, και μεταξύ Σύρων, Αρμενίων, Τούρκων και Πάρθων, να συλλαβίσουμε στις γλώσσες της οικουμένης τη δύναμη της υπερεθνικής ενότητας πού ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην πανσπερμία του ρωμέϊκου Λόγου και του ιστορικού αλλά και υπερβατικού μπολιάσματός Του μέσα σε ΕΘΝΗ και ΛΑΥ και ΦΥΛΕ και ΓΛΟΣΕ.
Λάμπρος Καμπερίδης
«Δός μοι τούτον τον ξένον»
Εκδ. Ινδικτος, 2006
Σελ. 127-134