Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Σερ Στήβεν Ράνσιμαν – Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση.

Image Hosted by ImageShack.us


Οι λόγιοι της Δύσης υποστηρίζουν μερικές φορές πώς η συνέχεια της ελληνικής ιστορίας είχε διακοπεί στη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Επισημαίνουν ότι οι Βυζαντινοί είχαν μικτή φυλετική προέλευση, ότι, ονομάζονταν Ρωμαίοι, χρησιμοποιώντας τη λέξη «Έλλην» για τους ειδωλολάτρες, ότι τα ελληνικά πού μι­λούσαν ήταν μια υποβαθμισμένη γλώσσα με πολλά ξενόφερτα στοιχεία, και πώς η θρησκεία και η νοοτρο­πία τους είχαν απομακρυνθεί πολύ από αυτή των Ελ­λήνων της κλασικής εποχής.

Υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε όλες αυτές τις κριτικές οι λόγιοι όμως πού τις ασκούν ξεχνούν πώς κανένα ανεπτυγμένο έθνος δεν μπορεί να ισχυριστεί τέλεια φυλετική καθαρότητα και πώς οποιαδήποτε γλώσσα διαμέσου των αιώνων αλ­λάζει και αφομοιώνει ξένες λέξεις και συνήθως χρησι­μοποιεί μια πιο απλουστευμένη γραμματική. Ξεχνούν επίσης πώς οι πρώτοι Χριστιανοί Πατέρες ήταν άνθρω­ποι βαθιά ριζωμένοι στην κλασική σκέψη και το επί­τευγμα τους ήταν η ερμηνεία της χριστιανικής διδασκα­λίας με όρους της παλαιότερης ελληνικής φιλοσοφίας.

Επί πλέον οι Βυζαντινοί, αν και απέφευγαν τη λέξη «Έλλην», θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο του κλασικού ελληνικού παρελθόντος. Η εκπαίδευση τους είχε τις βάσεις της πάνω σε αυτό μάθαιναν, όπως έλεγαν οι ίδιοι, να «έλληνίζουν» τη γλώσσα τους. Το αγαπητό τους ανάγνωσμα, εκτός από την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων, ήταν τα έργα του Ομήρου.

Αν είναι αναγκαία μια απόδειξη για τη συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας, αυτή παρέχεται από την κατά καιρούς αναβίωση του ενδιαφέροντος για τους κλασι­κούς συγγραφείς, που επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρ­κεια της Βυζαντινής ιστορίας. Καμία από αυτές τις αναβιώσεις δεν είναι, τόσο εκπληκτική, όσο αυτή που ονόμασα Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση. Συνέβη την εποχή πού η Αυτοκρατορία φθειρόταν πολιτικά και ήταν γραφτό της να εξαφανιστεί σύντομα. Ποτέ άλλοτε όμως δεν υπήρχαν τόσοι λόγιοι πού να ήταν άφιερωμένοι στην ερμηνεία και την ανανέωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης και στη διαφύλαξη της ελληνικής παράδοσης. Ακόμη και η λέξη «Έλλην» ανέκτησε το αρχαίο της νόημα. Και, ευτυχώς για τον πολιτισμό όλης της Ευρώπης, αυτή η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση εμφανίστηκε σε μια στιγμή της ιστορίας πού οι Δυτικοί λόγιοι ήταν προετοιμασμένοι να ανακαλύψουν και να εκτιμήσουν το μορφωτικό κόσμο πού κρατούσαν ζωντα­νό οι λόγιοι του Βυζαντίου.

Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στις Εκδόσεις Δόμος για την ελληνική μετάφραση του μικρού αυτού βιβλίου και ελπίζω ότι οι Έλληνες πού θα το διαβά­σουν θα συγχωρήσουν τις ατέλειες του, και ίσως μπο­ρέσουν να πετύχουν από αυτό μια πληρέστερη κατα­νόηση των πνευματικών επιτευγμάτων των βυζαντινών προγόνων τους.

Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν
«Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση»
Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1991.
Σελ. 11-13.

Ετικέτες

Λάμπρος Καμπερίδης - Προλεγόμενα του μεταφραστή.

Image Hosted by ImageShack.us


Οι ιστορικοί πού μελέτησαν το Βυζάντιο το είδαν να εκτείνεται μεταξύ δύο καθοριστικών σημείων: μιας συγκεχυμένης αρχής κι ενός συγκεκριμένου τέλους. Ακμή και παρακμή ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να εξηγήσουν έναν πολύμορφο πολιτισμό. Οι ίδιες λέξεις χρησιμοποιήθηκαν για να επιστρατεύσουν «φιλοσοφημέ­να» συμπεράσματα γύρω από τη ματαιότητα του κόσμου και την παρέλευση των μεγαλείου. Οι ιστορικοί της ανατολής, εξοικειωμένοι με τα πνεύμα μιας μοιρολατρι­κής έγκαρτέρησης, συμπύκνωναν συχνά διαπιστώσεις που αφορούσαν το «Μπιλάντ αλ Ρούμ» —τη χώρα των Ρω­μιών—, για να ερμηνεύσουν φαινόμενα εξαφάνισης και απώλειας αξιών, λαών, πολιτισμών: «Τα ίδια έπαθαν και οι Έλληνες. Η κυριαρχία τους έσβησε και μεταδόθηκε στους Ρούμ (Ρωμαίους). Έτσι κατευθύνει ο Αλλάχ τους υπηρέτες και τα πλάσματα του»(1). Στή Δύση ιδιαίτερα, όπου κυριαρχούσε η αντίληψη πώς στα μέρη του Βυζαν­τίου φώλιαζε η παρακμή, αυτός ο τόπος φαινόταν πώς κουβαλούσε μοιραία μέσα τον το σπόρο της καταστροφής και πώς αργά ή γρήγορα ήταν γραφτό να εξαφανιστεί. Έτσι, για μερικούς μελετητές η ακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι η παρακμή της Ρώμης, για άλλους η παρακμή απλώνεται στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, ενώ η νέα σχολή βλέπει την παρακμή να περιορίζεται στους δύο τελευταίους αιώνες που ακολού­θησαν τη φράγκικη κατάχτηση του 1204.

Η κοινή αντί­ληψη των ιστορικών περί ακμής και παρακμής και ή συστηματική της εφαρμογή στην ιστορία μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας προσφέρεται ως εύκολη λύση αφού δανεί­ζεται την αναμφισβήτητη εγκυρότητα της άπα τον βιολο­γικό κύκλο της ζωής. Κανείς δεν αμφισβητεί τη δύναμη της φθοράς που επιβάλλει ό χρόνος στα ανθρώπινα έργα και τα κατατάσσει στην αναπόφευκτη γενικότητα του νόμου της ακμής και της παρακμής, της γέννησης και τον θανάτου. Δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται κουβέντα αν το ζήτημα σταματούσε εκεί. H γενίκευση όμως του φυσικού νόμου της παρακμής σε όλα τα φανερώματα του ιδιω­τικού και κοινωνικού-βίου των Βυζαντινών, δεν μαρτυ­ράει μόνο την αδυναμία των δυτικών ιστορικών να κατα­νοήσουν τον μυστηριακό τρόπο λειτουργίας ενός πολι­τισμού, με μεταφυσικές βάσεις, ενός πολιτισμού τόσο διαφορετικού από τον δικό τους πού ήταν χτισμένος σε φυσικές βάσεις, αλλά οδηγεί σε διαστρέβλωση της Ιστο­ρίας -με την ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή γνώσης- και παραμόρφωση της δημιουργικής ζωτικό­τητας της χριστιανικής ανατολής πού κάθε άλλο παρά της ταίριαζε η χλευαστική ταυτότητα του Bas Empire.

Στούς δύο τελευταίους αιώνες της ζωής του Βυζαν­τίου πον ακολουθούν τη φράγκικη κατάληψη της Βασι­λεύουσας, αφού οι δεσμοί με την Ανατολή έχουν απο­κοπεί εξαιτίας του λατινικού intermezzo, ζούμε το δράμα ενός λαού που αναζητάει ένα modus vivendi μια σύνδεση (επανασύνδεση) με τους λαούς της Δύσης, Η προσπάθεια εξεύρεσης μιας φόρμουλας πού θα ξανανοίξει τον κομ­μένο δρόμο της επικοινωνίας δεν τελεσφορεί για πολλούς λόγους και η Δύση αποδέχεται σιωπηλά, ίσως με κάποια ανακούφιση, χωρίς να κάνει τίποτα για να την αποτρέψει, την τελική άλωση του 1453, Τώρα λοιπόν που παύει να υπάρχει ο λόγος και η αιτία της παρακμής, τώρα πού έχει εξαφανιστεί από τον γεωπολιτικό χάρτη το κέντρο της Οικουμένης, έρχονται οι μελετητές να διενεργήσουν αυ­τοψία πάνω στο νεκρό σώμα ενός ζωντανού λαού και να βγάλουν πορίσματα για τα αίτια πού επέφεραν το θάνατο.

Το Βυζάντιο εξετάζεται, αναλύεται, ερμηνεύεται με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούν οί γλωσσολόγοι στη με­λέτη μιας νεκρής γλώσσας για va καθορίσουν την αρχή και τα τέλος της, να επισημάνουν τον «εκχυδαϊσμό» πού την αλλοίωσε στη διάρκεια της Ιστορίας της ή να κατα­γράψουν την έκταση επιρροής πού είχε πάνω σε άλλες γλώσσες. Το Βυζάντιο στα χέρια των μελετητών του μεταμορφώνεται σε νεκρό πολιτισμό. Δεν είναι τυχαίο πώς ένας από τους πρώτους λογίους πού ασχολήθηκαν με το θέμα, ο Du Cange, καταπιάνεται γύρω στα 1680 με τη συγγραφή του λεξικού Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis, με τρόπο που θα νόμιζε κανένας πώς τα λήμματα της γλώσσας που ταξινομούσε ανήκαν στη λήθη και ο λαός πού τη μιλούσε είχε χαθεί μαζί με την Ιερή αυτοκρατορία του στα βάθη της Ιστορίας ή, το πολύ πολύ, αν υπήρχε διασπαρμένος εδώ κι εκεί, είχε πιεί το αμίλητο νερό.

Για τους δυτικούς, το Βυζάντιο ήταν μια ξοφλημένη υπόθεση από την εποχή της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ο Αυτοκράτορας «δεν είχε δικαίωμα, να κατέχει γη» -n' aνοit droit en terre tenir(2)- , αλλά και αν κατέχει «κρίνετε μόνοι σας αν είναι ικανός να την κρατήσει ή και να τη χάσει» -Or oïez se ceste genz dévoient terre tenir ou perdre(3)-. Από δω και πέρα οι Αυτοκράτορες ζούν σε έναν κόσμο από ύαλί χρωματιστό και κατέχουν μόνο τα σύμβολα του τί ήρμοζε να έχουν, του τί εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν, και προσπαθούν να τα στεριώσουν μέσα στα ερείπια που άφησαν οι βάνδαλοι στο πέρασμα τους.

Μέσα από αυτή την ανείπωτη φτώχια προβάλλει η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, μέσα από τα χαλά­σματα αναβιώνει το Ελληνικό πνεύμα στην τέχνη, στα γράμματα, στις επιστήμες. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του το Βυζάντιο δεν έχει να επιδείξει λαμπρότερα παραδείγ­ματα αναγέννησης που εμφανίζονται σε μια χούφτα γη στο Μυστρά, ή ιστορούνται στις νωπογραφίες και τα ψηφι­δωτά της Μονής της Χώρας των Ζώντων.

Πώς είναι δυνατά να συμβιβαστούν μέσα στα όρια της ιστορικής ανάλυσης αυτές οι διαμετρικά αντίθετες έννοιες της παρακμής και της αναγέννησης πού εμφανί­ζονται ταυτόχρονα σε μια ιστορική στιγμή με τόσο παρά­δοξο τρόπο; Για να μπορέσει να απαντήσει ό ερευνητής σε αυτή τη φαινομενική ιστορική αντίφαση, Θα πρέπει να τοποθετηθεί στους αντίποδες της «παρακμής και πτώ­σης» του Gibbon, να δει το πρόβλημα πέρα από τα όρια των μεθοδολογικών προκαταλήψεων της επιστήμης του, να δει τη σχέση που ενώνει ή διαφοροποιεί τα πνευματικά κινήματα της εποχής, τις θεολογικές διαφορές στην αντι­μετώπιση του ήσυχασμού, να παραδεχτεί –και αυτό είναι το πιο σκληρό για τους δογματικούς της παρακμής- τον αποφατικό χαρακτήρα της κοινωνίας στο Βυζάντιο πού δεν προχώρησε ποτέ από την έγελιανή θέση και αντίθεση στη λογικοκρατούμενη σύνθεση, αλλά αρνούμενη τη δια­λεκτική της Δύσης κινήθηκε από την αίρεση στην αναί­ρεση για να καταλήξει στη λογοκρατούμενη μυστηριακή απόφαση, με δυο λόγια, να έρμηνέψει την Ιστορία ως «μία πράξη του πνεύματος», un atto spirituale(4). Μόνο αν έχει κανένας στο νου του τον αποφατικό χαρακτήρα της Βυ­ζαντινής Ιστορίας θα μπορέσει να κατανοήσει την ίστορική αντίφαση που γεννάει το παραπάνω ρώτημα. Αυτός είναι o χώρος της ερευνάς του Sir Sleven Runciman, και μέσα από την αναζήτηση του στις πήγες διαγράφεται ολοζώντανη μια περίοδος πού δεν πορεύεται έσχατολογικά στην καταστροφή της, αλλά στην πνευματική αναβίωση. Άν κατορθώσομε να δούμε τη βαθιά αλήθεια που κρύβει αυτή η διαπίστωση, το βιβλίο θα έχει πετύχει το σκοπό του. Θα μας έχει βοηθήσει να κατανοήσαμε πώς εκεί πού έχομε συνηθίσει να βλέπομε ένα τέλος, δέν αποκλείεται να βρίσκεται κρυμένη μια αρχή: η αρχή της σύγχρονης ιστορίας μας.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα πού είχε την καλοσύνη να κοιτάξει το μεταφρασμένο κείμενο και να διορθώσει μερικά στραβοπατήματα καθώς και τον Δ. Κουτρουμπή πού διάβασε υπομονετικά το τελικό χειρό­γραφο και πρότεινε σημαντικές αλλαγές στη διατύπωση.

Λάμπρος Καμπερίδης
Αθήνα 1980


1. Ibn Khaldum, The Mukaddimah. An introduction to History. London 1978, σελ.115.
2. Villehardouin, La Conquête de Constantinople, Κεφ. XLVIII, παρ. 224 (Garnier Flammarion, 1969).
3. Ο.π., Κεφ. LX, παρ. 271.
4. Benedetto Croce, Teoria e storia della Storiografia. Bari, 1948, σελ. 11.

Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν
«Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση»
Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1991.
Σελ. 15-19.

Ετικέτες

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Χένρι Μίλλερ - Ένα χαμόγελο στην αρχή της σκάλας.

Image Hosted by ImageShack.us





Επίλογος

[…] Ο κλόουν με αγγίζει βαθιά αν καί δεν το ήξερα πάντα, γιατί αυτό ακριβώς πού τον ξεχω­ρίζει από τον κόσμο είναι το γέλιο, πού κι αυτό δεν είναι ποτέ ομηρικό. Είναι σιωπηλό καί μελαγχολικό. Ο κλόουν μας μαθαίνει να γελάμε με τον εαυτό μας. Και το γέλιο μας αυτό γεννιέται από τα δάκρυα.
Η χαρά είναι σαν το ποτάμι: κυλάει αδιάκο­πα. Νομίζω πώς αυτό είναι το μήνυμα πού προσπαθεί να μας μεταδώσει ο κλόουν. Να συμμετέχουμε στην ατέλειωτη ροή καί κίνηση, να μην σταματάμε να αναρωτιόμαστε, να συγ­κρίνουμε, να αναλύουμε, να καταχτούμε, αλλά να κυλάμε ασταμάτητα, σαν μουσική. Αυτό εί­ναι το δώρο της παραίτησης και ο κλόουν το κάνει συμβολικά. Απομένει σε μας να το κά­νουμε πραγματικότητα.

Σε καμιά εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, ο κόσμος δεν ήταν τόσο βουτηγμένος στον πόνο και στην αγωνία. Κάπου κάπου, βέβαια, συναν­τάμε άτομα ανέγγιχτα και αμόλυντα από την κοινή οδύνη. Αυτό όμως δεν σημαίνει αναισθη­σία. Κάθε άλλο! Είναι όντα απελευθερωμένα. Ό κόσμος γι' αυτούς δεν είναι όπως τον βλέ­πουμε εμείς. Εκείνοι βλέπουν με άλλα μάτια. Λέμε πως έχουν πεθάνει για το σύνολο. Ζούν ολοκληρωτικά την κάθε στιγμή και η ακτινο­βολία πού εκπέμπουν είναι ένα αιώνιο τραγούδι χαράς.


[…]Σάν τον κλόουν, προχωράμε μέσα από τα ρεύ­ματα, πάντα προσποιητοί, πάντα αναβάλλοντας το σπουδαίο.Πεθαίνουμε, στον αγώνα μας να γεννηθούμε. Ποτέ δεν υπήρξαμε, ποτέ δεν θα υπάρξουμε. Βρισκόμαστε πάντα στην πορεία του «γίγνεσθαι», παντοτινά χωρισμένοι καί α­πομονωμένοι. Παντοτινά «εκτός».

Αυτό είναι το πορτραίτο του August Angst ή αλλιώς του Guy le Crévecoeur -ή του καθημε­ρινού προσωπείου, του κόσμου με τα δυο στόματα. Ο Αύγουστος είναι από άλλη ράτσα. Ίσως να μην τον έχω ζωγραφίσει πολύ καθα­ρά. Όμως υπάρχει, πέρα από τον λόγο πού με έκανε να τον φανταστώ. Ήρθε από το άγνωστο και επιστρέφει σ' αυτό. Δεν πέθανε, δεν χάθη­κε. - Ούτε θα ξεχαστεί. Μόλις πρίν από λίγες ημέρες, συζητούσα με κάποιον γνωστό μου ζω­γράφο για τα σχέδια πού μας άφησε ο Seurat. Έλεγα πώς είναι αιώνια ριζωμένα εκεί όπου αυτός τους έδωσε ζωή. Πόση ευγνωμοσύνη νιώ­θω πού έχω ζήσει μ' αυτά τα σχέδια του Seurat, στο Grande Jatte, στο Μεντράνο και αλλού μέσα στη φαντασία μου. Δεν υπάρχει τίποτα απατηλό σ' αυτές τις δημιουργίες του. Η αλήθεια τους είναι αιώνια. Λάμπουν στο φως του ήλιου, μέσα σε μιαν αρμονία μορφής και ρυθμού πού είναι σκέτη μουσική. Το ίδιο και οι κλόουν του Rouault, οι άγγελοι του Chagall, η σκάλα και το φεγγάρι του Miro, ολόκληρο το θηριοτροφεΐο του, στ' αλήθεια. Το ίδιο και με τον Max Jacob, πού ποτέ δεν έπαψε να είναι κλόουν, ακόμα και όταν βρήκε τον Θεό. Με τα λόγια, με την εικόνα, με το έργο, όλες αυτές οι ευλογημένες ψυχές που μου κράτησαν συντροφιά, έχουν δι­καιώσει το όραμα τους, στην αιώνια πραγματι­κότητα. Ο καθημερινός τους κόσμος θα γίνει κάποια μέρα και δικός μας. Είναι και τώρα, μόνο πού είμαστε πολύ αδύναμοι για να τον διεκδικήσουμε.


Χένρι Μίλλερ
«Ένα χαμόγελο στην αρχή της σκάλας.»
Eκδ. «Όδυσσέας», 1980.
Σελ. 76-79.

Ετικέτες

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Έζρα Πάουντ – Θρήνος του Φρουρού των Συνόρων.

Image Hosted by ImageShack.us




Ο ΑΝΕΜΟΣ πού φυσάει στη Βόρεια Πύλη είναι γεμάτος άμμο,
Μονάχος από τότε πού άρχισε ο χρόνος μέχρι τώρα !
Τα δέντρα ξεριζώνονται και το φθινόπωρο η χλόη κιτρινίζει.
Από τη μια στην άλλη πολεμίστρα σκαρφαλώνω
τη γη για ν' αγναντεύω των βαρβάρων :
Κάστρο που ρήμαξε, ο ουρανός, η έρημος απέραντη.
Σε τούτο το χωριό δεν έχει μείνει λίθος επί λίθου.
Οστά πού ξάσπρισαν κάτω από χίλιες παγωνιές,
Ψηλοί σωροί, πού κρύβονται κάτω απ' τα δέντρα και τη χλόη·
Άραγε ποιός να σκόρπισε αυτό το χαλασμό;
Ποιός να 'χει φέρει πύρινη ως εδώ τη λύσσα του αυτοκράτορα;
Ποιός να κουβάλησε στρατό με κύμβαλα και τύμπανα;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια άνοιξη καλοσυνάτη, γύρισε σ' αιματόβρεχτο φθινόπωρο,
Το μεσιανό βασίλειο σκέπασε ο αχός των μαχητών,
Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες,
Θλίψη· έπεσε η θλίψη σα βροχή.
Θλίψη να πας και θλίψη, θλίψη βαθιά για να γυρίσεις.
Έρημοι, ρημαγμένοι αγροί,
Χωρίς παιδιά πάνω τους να παλεύουν,
Ούτε άντρες πια για επίθεση ή για άμυνα.
Άχ, πώς θα μάθετε, λοιπόν, για κείνη τη θεοσκότεινη τη θλίψη στην
πύλη του Βορρά,
Εκεί πού δέ θυμούνται πια τ' όνομα του Ριχόκου*,
Και τους φρουρούς εμάς πού 'χουν κατασπαράξει οι τίγρεις.

Του Ριχάκου

* Στά κινεζικά Λί - Μού : περίφημος στρατηγός πού πέθανε το 223 π.Χ. πολεμώντας τους Ούννους.

Έζρα Πάουντ
«Κατάη»
Εκδ. Άγρα, 1997
Σελ. 33

Ετικέτες

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007

Π. Κονδύλης - Αξιολογική Ελευθερία και Δέον.

Image Hosted by ImageShack.us




Όπου λείπουν οι αξιώσεις Iσχύος, εκεί πρέπει να επακολουθήσει όχι απλώς ή αποχή από πρακτικές συστάσεις, αλλά και η ολοκληρωτική σιω­πή· ακόμα και η δημόσια ανακοίνωση της αξιολογικά ελεύθερης θεωρίας της απόφασης αποτελεί ασυνέπεια, ή οποία οφείλεται σε συγγραφική ματαιοδοξία ή στην ευχα­ρίστηση πού δοκιμάζει κανείς προκαλώντας τους άλλους.

Π. Κονδύλης
«Ισχύς και Απόφαση»
Εκδ. «στιγμή», 2001
Σελ. 229

Ετικέτες

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker