Οι ιστορικοί πού μελέτησαν το Βυζάντιο το είδαν να εκτείνεται μεταξύ δύο καθοριστικών σημείων: μιας συγκεχυμένης αρχής κι ενός συγκεκριμένου τέλους. Ακμή και παρακμή ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να εξηγήσουν έναν πολύμορφο πολιτισμό. Οι ίδιες λέξεις χρησιμοποιήθηκαν για να επιστρατεύσουν «φιλοσοφημένα» συμπεράσματα γύρω από τη ματαιότητα του κόσμου και την παρέλευση των μεγαλείου. Οι ιστορικοί της ανατολής, εξοικειωμένοι με τα πνεύμα μιας μοιρολατρικής έγκαρτέρησης, συμπύκνωναν συχνά διαπιστώσεις που αφορούσαν το «Μπιλάντ αλ Ρούμ» —τη χώρα των Ρωμιών—, για να ερμηνεύσουν φαινόμενα εξαφάνισης και απώλειας αξιών, λαών, πολιτισμών: «Τα ίδια έπαθαν και οι Έλληνες. Η κυριαρχία τους έσβησε και μεταδόθηκε στους Ρούμ (Ρωμαίους). Έτσι κατευθύνει ο Αλλάχ τους υπηρέτες και τα πλάσματα του»(
1). Στή Δύση ιδιαίτερα, όπου κυριαρχούσε η αντίληψη πώς στα μέρη του Βυζαντίου φώλιαζε η παρακμή, αυτός ο τόπος φαινόταν πώς κουβαλούσε μοιραία μέσα τον το σπόρο της καταστροφής και πώς αργά ή γρήγορα ήταν γραφτό να εξαφανιστεί. Έτσι, για μερικούς μελετητές η ακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι η παρακμή της Ρώμης, για άλλους η παρακμή απλώνεται στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, ενώ η νέα σχολή βλέπει την παρακμή να περιορίζεται στους δύο τελευταίους αιώνες που ακολούθησαν τη φράγκικη κατάχτηση του 1204.
Η κοινή αντίληψη των ιστορικών περί ακμής και παρακμής και ή συστηματική της εφαρμογή στην ιστορία μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας προσφέρεται ως εύκολη λύση αφού δανείζεται την αναμφισβήτητη εγκυρότητα της άπα τον βιολογικό κύκλο της ζωής. Κανείς δεν αμφισβητεί τη δύναμη της φθοράς που επιβάλλει ό χρόνος στα ανθρώπινα έργα και τα κατατάσσει στην αναπόφευκτη γενικότητα του νόμου της ακμής και της παρακμής, της γέννησης και τον θανάτου. Δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται κουβέντα αν το ζήτημα σταματούσε εκεί. H γενίκευση όμως του φυσικού νόμου της παρακμής σε όλα τα φανερώματα του ιδιωτικού και κοινωνικού-βίου των Βυζαντινών, δεν μαρτυράει μόνο την αδυναμία των δυτικών ιστορικών να κατανοήσουν τον μυστηριακό τρόπο λειτουργίας ενός πολιτισμού, με μεταφυσικές βάσεις, ενός πολιτισμού τόσο διαφορετικού από τον δικό τους πού ήταν χτισμένος σε φυσικές βάσεις, αλλά οδηγεί σε διαστρέβλωση της Ιστορίας -με την ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή γνώσης- και παραμόρφωση της δημιουργικής ζωτικότητας της χριστιανικής ανατολής πού κάθε άλλο παρά της ταίριαζε η χλευαστική ταυτότητα του Bas Empire.
Στούς δύο τελευταίους αιώνες της ζωής του Βυζαντίου πον ακολουθούν τη φράγκικη κατάληψη της Βασιλεύουσας, αφού οι δεσμοί με την Ανατολή έχουν αποκοπεί εξαιτίας του λατινικού intermezzo, ζούμε το δράμα ενός λαού που αναζητάει ένα modus vivendi μια σύνδεση (επανασύνδεση) με τους λαούς της Δύσης, Η προσπάθεια εξεύρεσης μιας φόρμουλας πού θα ξανανοίξει τον κομμένο δρόμο της επικοινωνίας δεν τελεσφορεί για πολλούς λόγους και η Δύση αποδέχεται σιωπηλά, ίσως με κάποια ανακούφιση, χωρίς να κάνει τίποτα για να την αποτρέψει, την τελική άλωση του 1453, Τώρα λοιπόν που παύει να υπάρχει ο λόγος και η αιτία της παρακμής, τώρα πού έχει εξαφανιστεί από τον γεωπολιτικό χάρτη το κέντρο της Οικουμένης, έρχονται οι μελετητές να διενεργήσουν αυτοψία πάνω στο νεκρό σώμα ενός ζωντανού λαού και να βγάλουν πορίσματα για τα αίτια πού επέφεραν το θάνατο.
Το Βυζάντιο εξετάζεται, αναλύεται, ερμηνεύεται με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούν οί γλωσσολόγοι στη μελέτη μιας νεκρής γλώσσας για va καθορίσουν την αρχή και τα τέλος της, να επισημάνουν τον «εκχυδαϊσμό» πού την αλλοίωσε στη διάρκεια της Ιστορίας της ή να καταγράψουν την έκταση επιρροής πού είχε πάνω σε άλλες γλώσσες. Το Βυζάντιο στα χέρια των μελετητών του μεταμορφώνεται σε νεκρό πολιτισμό. Δεν είναι τυχαίο πώς ένας από τους πρώτους λογίους πού ασχολήθηκαν με το θέμα, ο Du Cange, καταπιάνεται γύρω στα 1680 με τη συγγραφή του λεξικού Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis,
με τρόπο που θα νόμιζε κανένας πώς τα λήμματα της γλώσσας που ταξινομούσε ανήκαν στη λήθη και ο λαός πού τη μιλούσε είχε χαθεί μαζί με την Ιερή αυτοκρατορία του στα βάθη της Ιστορίας ή, το πολύ πολύ, αν υπήρχε διασπαρμένος εδώ κι εκεί, είχε πιεί το αμίλητο νερό.
Για τους δυτικούς, το Βυζάντιο ήταν μια ξοφλημένη υπόθεση από την εποχή της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ο Αυτοκράτορας «δεν είχε δικαίωμα, να κατέχει γη» -n' aνοit droit en terre tenir(
2)- , αλλά και αν κατέχει «κρίνετε μόνοι σας αν είναι ικανός να την κρατήσει ή και να τη χάσει» -Or oïez se ceste genz dévoient terre tenir ou perdre(
3)-. Από δω και πέρα οι Αυτοκράτορες ζούν σε έναν κόσμο από ύαλί χρωματιστό και κατέχουν μόνο τα σύμβολα του τί ήρμοζε να έχουν, του τί εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν, και προσπαθούν να τα στεριώσουν μέσα στα ερείπια που άφησαν οι βάνδαλοι στο πέρασμα τους.
Μέσα από αυτή την ανείπωτη φτώχια προβάλλει η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, μέσα από τα χαλάσματα αναβιώνει το Ελληνικό πνεύμα στην τέχνη, στα γράμματα, στις επιστήμες. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του το Βυζάντιο δεν έχει να επιδείξει λαμπρότερα παραδείγματα αναγέννησης που εμφανίζονται σε μια χούφτα γη στο Μυστρά, ή ιστορούνται στις νωπογραφίες και τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας των Ζώντων.
Πώς είναι δυνατά να συμβιβαστούν μέσα στα όρια της ιστορικής ανάλυσης αυτές οι διαμετρικά αντίθετες έννοιες της παρακμής και της αναγέννησης πού εμφανίζονται ταυτόχρονα σε μια ιστορική στιγμή με τόσο παράδοξο τρόπο; Για να μπορέσει να απαντήσει ό ερευνητής σε αυτή τη φαινομενική ιστορική αντίφαση, Θα πρέπει να τοποθετηθεί στους αντίποδες της «παρακμής και πτώσης» του Gibbon, να δει το πρόβλημα πέρα από τα όρια των μεθοδολογικών προκαταλήψεων της επιστήμης του, να δει τη σχέση που ενώνει ή διαφοροποιεί τα πνευματικά κινήματα της εποχής, τις θεολογικές διαφορές στην αντιμετώπιση του ήσυχασμού, να παραδεχτεί –και αυτό είναι το πιο σκληρό για τους δογματικούς της παρακμής- τον αποφατικό χαρακτήρα της κοινωνίας στο Βυζάντιο πού δεν προχώρησε ποτέ από την έγελιανή θέση και αντίθεση στη λογικοκρατούμενη σύνθεση,
αλλά αρνούμενη τη διαλεκτική της Δύσης κινήθηκε από την αίρεση στην αναίρεση για να καταλήξει στη λογοκρατούμενη μυστηριακή απόφαση,
με δυο λόγια, να έρμηνέψει την Ιστορία ως «μία πράξη του πνεύματος», un atto spirituale(
4). Μόνο αν έχει κανένας στο νου του τον αποφατικό χαρακτήρα της Βυζαντινής Ιστορίας θα μπορέσει να κατανοήσει την ίστορική αντίφαση που γεννάει το παραπάνω ρώτημα. Αυτός είναι o χώρος της ερευνάς του Sir Sleven Runciman, και μέσα από την αναζήτηση του στις πήγες διαγράφεται ολοζώντανη μια περίοδος πού δεν πορεύεται έσχατολογικά στην καταστροφή της, αλλά στην πνευματική αναβίωση. Άν κατορθώσομε να δούμε τη βαθιά αλήθεια που κρύβει αυτή η διαπίστωση, το βιβλίο θα έχει πετύχει το σκοπό του. Θα μας έχει βοηθήσει να κατανοήσαμε πώς εκεί πού έχομε συνηθίσει να βλέπομε ένα τέλος, δέν αποκλείεται να βρίσκεται κρυμένη μια αρχή: η αρχή της σύγχρονης ιστορίας μας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα πού είχε την καλοσύνη να κοιτάξει το μεταφρασμένο κείμενο και να διορθώσει μερικά στραβοπατήματα καθώς και τον Δ. Κουτρουμπή πού διάβασε υπομονετικά το τελικό χειρόγραφο και πρότεινε σημαντικές αλλαγές στη διατύπωση.
Λάμπρος Καμπερίδης
Αθήνα 1980
1. Ibn Khaldum, The Mukaddimah. An introduction to History. London 1978, σελ.115.
2. Villehardouin, La Conquête de Constantinople, Κεφ. XLVIII, παρ. 224 (Garnier Flammarion, 1969).
3. Ο.π., Κεφ. LX, παρ. 271.
4. Benedetto Croce, Teoria e storia della Storiografia. Bari, 1948, σελ. 11.
Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν
«Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση»
Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1991.
Σελ. 15-19.
Ετικέτες Λάμπρος Καμπερίδης